22 Νοεμβρίου, 2009

Ο Μέσος Όρος

Το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του φασίστα είναι "ο μέσος άνθρωπος". Μπορεί να λέει ό,τι θέλει και να θέλει αυτά που δεν τολμά να κατονομάσει, φοβούμενος τους άλλους "μέσους ανθρώπους". Κάτι δύσκολο να καταλάβεις, να ανεχτείς ή να λυπηθείς. Είναι παντού αυτός ο άνθρωπος κι έτσι αυτοαποκαλείται "η καθημερινότητα". Προσπαθεί να προβληθεί και ως "η πραγματικότητα". Αποτελεί ένα μάθημα από απαίδευτο δάσκαλο σε ανέτοιμους μαθητές, από αυτούς που κοιτάνε πως θα τα "μπαλώσουνε" για να περάσουνε την τάξη...Σύντομα το πανί αυτού του θεάτρου σκιών το παίρνει ο αέρας. Τελειώνει η παράσταση και χρειάζεσαι μιαν άλλη εικόνα, μιαν άλλη έκφανση του Καραγκιόζη. Δεν την έχεις κι έτσι ζητάς την πραγματικότητα. Σαν υποκατάστατο αυτού του πλασματικού κόσμου -και μόνο γι αυτό- ψάχνεις μιαν αλήθεια.
Ε! Αφού έπιασες να διαβάσεις αυτές τις γραμμές, άκου λίγο: 
Αν θέλεις να έχεις μια πραγματική εικόνα της ζωής, θα σου πω τι να κάνεις...αν εισαι "έτοιμος μαθητής". Πάρε τους δρόμους, 3 η ώρα τη νύχτα, μικρούς η μεγάλους δεν έχει σημασία, χωρίς κανένα προορισμό. Χρειάζεσαι μόνο μια πόλη με τον ελάχιστο φωτισμό, τον ελάχιστο θόρυβο και τα βρεγμένα πεζοδρόμια. Εκεί όπου ο θόρυβος των βημάτων σου θα ακούγεται ευκρινής και ρυθμικός ή πάλι δεν θα ακούγεται, όταν σταματάς, για να είσαι βέβαιος πως εσύ είσαι αυτός που βηματίζει. Κάνε μεγαλόφωνα μια ερώτηση απλή και αν δεν πάρεις απάντηση τότε να είσαι σίγουρος πως άλλος δεν υπάρχει κοντά σου. Κανείς δεν υπάρχει πια και τίποτα δεν κινείται. Τίποτα δε δουλεύει τη νύχτα. Απ' ότι λένε κινούνται οι πλανήτες, οι γαλαξίες...Είναι τεκμηριωμένα όλα αυτά. Πιθανόν πλημμελώς γιατί δεν πείθομαι. Τα μόνα που αναμφισβήτητα κινούνται είστε εσύ και οι δείκτες του ρολογιού σου, που μετράει τη διάρκεια αυτού του μαθήματος νυχτερινού σχολείου που αναγκάζονται να παρακολουθούν νυσταγμένα τα παιδιά φτωχών οικογενειών που εργάζονται την ημέρα.

Χμμμ...

Ο αυθάδης εικοσάχρονος Πινγκ, απευθυνόμενος στο γηραιό δάσκαλό του Πονγκ, είπε:
Δάσκαλε, εσύ, ένας άνθρωπος με τόσες αδυναμίες και ελαττώματα, πως μπορείς να είσαι δάσκαλός μου;
Ο εβδομηντάχρονος Πονγκ, αντιπαρερχόμενος την αυθάδεια του μαθητή του, απάντησε:
Ακριβώς αυτό μπορώ να σε διδάξω...Πως φτάνει κανείς στην ηλικία μου έχοντας μάθει να ζει δεκαετίες ολόκληρες μαζί με τις αδυναμίες και τα ελαττώματά του.

"Προλήψεις" σου λένε μετά...


ΦΙΛΙ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ

Αν ποτέ με φιλήσεις πάνω στα μάτια, μού είχε πει μια γυναίκα, από κείνη τη μέρα δε θα με ξαναδείς.
Γέλασα με την καρδιά μου μα υπόσχεση έδωσα αυτό το κακό μεταξύ μας ποτέ να  μη συμβεί. Εφτά βδομάδες από τότε περάσαν και τρελό πάθος δεμένους μας κρατούσε, επαίτες τού έρωτα και τούς δυό. Τυφλός από πιώμα ένα βράδυ καθώς ήμουν, ανέμελα τη φιλούσα εδώ κι εκεί, μέχρι που τα ανυπάκουά μου τα χείλη στο βασίλειο μπήκαν, εκεί όπου φωτίζαν οι δυο της οφθαλμοί.
Οι εφτά βδομάδες πήγανε στράφι, μακριά έφυγε η αγάπη την επόμενη μέρα, την πεντηκοστή.
...................................................................................................................................................................
ΤΟ ΣΦΥΡΙΓΜΑ

Αν ένα βράδυ σφυρίξεις, μού είχε πει ένας γέρος, τότε τη νύχτα θυμήσου ούτε μιά ώρα να μην κοιμηθείς. Θα 'ρχεται Κείνος να σε γητεύει, μέχρι μαζί του να σε πάρει να πας. Δώρο δικό του στο δικό σου κρεβάτι θα βρουν οι άλλοι σαν γίνει πρωί: Πνεύμα δικό του στο δικό σου το σώμα, μια ψυχή ζώσα που  δεν έχει καρδιά.
Τραγούδι έτυχε ένα απόγευμα ν' ακούσω και τα λόγια του ποτίστηκαν μες το κρασί. Άργησα μέχρι μονοπάτι να βρώ να γυρίσω κι έτσι περπάτησα μες τη σκοτεινιά. Φόβο πολύ είχα στο δρόμο και για να ξεθαρρέψω, πήρα και σφύριζα το σκοπό δυνατά.
Τη νύχτα στο σπιτι...κατάρα!- ο ύπνος με πήρε κι από τότε τις αυγές ξυπνώ ψυχή ζώσα δίχως καρδιά.
...................................................................................................................................................................
ΓΟΥΡΙ

Αν το χάρισμα που έχεις, μού είχε πει μία γραία, που όλα δικά σου τα κάνει, αν ποτέ "γούρι" αυτό το πεις, κοίτα μπροστά σου μην κάθονται ζηλόφθονοι ανθρώποι-μυστικό πρέπει να το χεις κι από τον εαυτό σου, ιερό.
Μα γώ ένα βράδυ μέθυσα, χαρτόπαιξα το βιός μου, κέρδισα κι η ξιπασιά εθέριεψε εντός μου. Τρανή η χαρά που γεύτηκα  κι έγινε ο κόσμος όλος δικός μου. Κορίτσι βάλαν τότε λυγερό κοντά μου τη δύναμή μου να ψάξει να βρει. Κρασί και φιλιά για να μολογήσω το μυστικό μου κι έτσι την λέξη "γούρι"  το στόμα μου δεν άργησε περήφανα να ειπεί.
Χωρίς ελπίδα τώρα  τριγυρνώ, γιατί γούρι μου ήταν μονάχα η ελπίδα. Μα πιο μεγάλη τιμωρία απ όλες ήταν η ντροπή, εκείνη τη γραία όταν ξαναείδα.