08 Ιανουαρίου, 2022

Αλίκη

 Στην όχθη τού ποταμιού, αργά το βράδυ, ζωντανεύουν οι πόθοι. 'Ενα κορίτσι ξαπλώνει, άλλο τσιρίζει με νάζι, νωχελικά τεντώνει τη ράχη του ένας έφηβος. Στα δέντρα τραγουδάνε κλωστές γαλάζιες που πάλλονται και λάμπουν. Τα πουλιά στα κλαδιά οσμίζονται έναν έρωτα - κεραυνό. Υψηλές ζωές, λες. Έωλες. 


Δεν υπάρχει έρωτας, άλλοι λένε, μόνο οι ανόητοι τα πιστεύουν αυτά...Δεν υπάρχει αγάπη, λένε οι ρίζες και το χορτάρι, οι σκώληκες, οι χαμηλές ζωές. Πεζές. Όμως η Αλίκη αυτόν τον κόσμο πρέπει να τον κεντήσει στο πανί. Με κάθε λεπτομέρεια.

Τα ακούει η Αλίκη όλα αυτά και γυρίζει τρομαγμένη να κρυφτεί στο παραμυθόσπιτο που έχει χτισμένο μες στο κέντημα, σε τόπο δυσπρόσιτο. Μετράει πόση κλωστή θέλει η εικόνα που βλέπει γύρω, σε όλες τις διαστάσεις. Με μια μεζούρα, κάτω από τη λάμπα περνάει τη νύχτα. Τη μέρα όμως τη βλέπεις εκεί, στο παράθυρό της να λογαριάζει:

Τόσος ο κόσμος της...τόση η κλωστή. Φτάνει η κλωστή γι' αυτόν τον κόσμο τον δικό της μα και για άλλους... κι άλλους...κι άλλους.