05 Φεβρουαρίου, 2011

Ανυπόμονο ξεπροβόδισμα



Κάθε νύχτα πάνω στο μαξιλάρι σου ακούς αυτό το ντάπα-ντούπα που χτυπά μέσα σ' ένα αυτοκίνητο περαστικό με μπάσσα μουσική στη διαπασών και κάθε νύχτα για μια στιγμή κάνεις το λάθος να νομίζεις πως ακούς τάχα την καρδιά σου καταμεσίς τής πόλης. Τι άλλο θα διαπερνούσε πεζοδρόμια και πατώματα, στρώματα και σεντόνια, αν όχι ο χτύπος μιάς καρδιάς που σού γεμίζει το κεφάλι και τα άκρα με αίμα το οποίο σού προκαλεί ταλάντωση στο σώμα, ταλάντωση όμοια με αυτή που σε αναγκάζει τ' ανυπόμονο ξεπροβόδισμα τού "Φύγε!";  Η σκέψη που έρχεται μετά χτίζεται αργά μέσα στο μυαλό σου κι είναι η διαπίστωση πως η μέρα πάλι έμεινε ημιτελής, μάλλον με διάθεση τσαπατσούλικης και βιαστικής προετοιμασίας για ένα ταξίδι-περιπλάνηση. Να πώς χάνεις τις μικρές απ' τις αποσκευές σου, και τα κομάτια τού εαυτού σου που λείπουνε δεν ξέρεις πού να ψάξεις: από κει που φεύγεις ή εκεί που πας;

Μα πάλι δεν είναι και κανόνας επιμελώς πανέτοιμος με όλα τα απαραίτητα, εσύ ειδικά, να ταξιδεύεις. Την προηγούμενη νύχτα ξυπνάς απ' τον εφιάλτη πως κάτι έχεις ξεχάσει και το σημειώνεις -πάλι καλά!- σε πρόχειρο χαρτί. Πάλι, όταν για περιπλάνηση αναχωρείς, μπορεί να χρειαστείς τα πάντα. Τα πάντα ή και τίποτα. Μισή είναι πάντα η μέρα πριν την αναχώρηση και συνήθως επί ώρες στέκεσαι κοιτώντας το καράβι και τους άλλους επιβάτες προτού ανεβείς κι εσύ.

Όταν τελειώσουν όλα αυτά, αυτό το mal du depart, και στο κατάστρωμα σταθείς ευθυτενής στην πλώρη ακουμπώντας, κλέβει το βλέμμα σου ο αφρός που οι έλικες αναδεύουν και τινάζουνε προς την ξηρά για να απομακρυνθεί το πλοίο. Οι νυχτερινοί περίπατοι στο καράβι, σίγουρα ως το πρωί, θα σ' έχουν οδηγήσει ως την πρύμνη και με τον ήλιο που τώρα πιστά ακολουθείς, μια αμυδρή εικόνα τού πού πας σαν αποκάλυψη θα σου φανερωθεί. Τα διλήμματα κι οι φόβοι για το εγχείρημά σου, μαζί με το καπέλο σου στη θάλασσα θα πέσουν.