28 Οκτωβρίου, 2010

Τα πουλιά



Μιλούσε σπασμωδικά...πάρα πολύ. Σχεδόν ακατάληπτα και πολλές φορές αισχρά. Το καταλάβαινε κι ο ίδιος και, μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, απέφευγε τα πολύωρα παιγνίδια με τους φίλους του που έτσι κι αλλιώς ήσαν λίγοι. Στράβωνε τα μούτρα του, έβγαζε κάτι φωνές που έμοιαζαν γαυγίσματα. Οι γονείς του τον είχαν χτυπήσει όσο μπορούσαν, όταν όλα αυτά τα έκανε στο σπίτι ή στο σχολείο τού μεγάλου ορεινού χωριού του.

Ο Βέρτος, πριν πληροφορηθεί τι τού συμβαίνει αισθανόταν ένοχος για όλες τις φορές που είχε φέρει σε δύσκολη θέση τούς γονιούς του με κείνα τα ηχηρά φυσήματα τής μύτης, εκείνες τις κραυγές και τα βρωμόλογα που ξεστόμιζε, χωρίς να το θέλει, μπροστά σε συμμαθητές και συγγενείς.

Πέρασε πολλά μέχρι να μάθει, με μεγάλη απογοήτευση, πως για όλα αυτά έφταιγε μια αρρώστια από την οποία έπασχε. Τη λέγαν "Σύνδρομο Τουρέτ", όπως τούς είπε ένας περαστικός γιατρός-καλοκαιρινός τουρίστας που είχε παρακολουθήσει τη συμπεριφορά του. Όσοι εχουν αυτή την πάθηση, λίγο-πολύ, τα ίδια πράγματα κανουν, τού είπε.

"Με το πέρασμα τών χρόνων και πρός την ενηλικίωση τα συμπτώματα θα λιγοστέψουν". Για την ενηλικίωση ήταν πολύ μακριά ο καιρός και φυσικά κανείς στο χωριό δε θα τον ανεχόταν. Βλέπεις θεραπεία δεν υπήρχε -εκτός από φάρμακα που θα τον κρατούσαν αποβλακωμένο- κι εκείνος θα ήταν πάντοτε ένα βάρος για τους δικούς του. Αποφάσισε να βρει τρόπο να λείπει από το σπίτι του.
Βρήκε δουλειά εκεί όπου, έτσι κι αλλιώς, οι άλλοι θα τον ξαπόστελναν για να τον κρατήσουν μακριά τους : Έβγαζε τα πρόβατα το πρωί και τα γύριζε πίσω το βράδυ, παρέα με ένα συνομήλικό του κωφάλαλο εκ γενετής, τον Μάρκο που κι αυτός "άχρηστος" ήταν.

Ο μικρός Βέρτος έβλεπε με έκπληξη πως οι φωνές του κι οι στριγγλιές είχαν γίνει, μέρα με τη μέρα, ένας τρόπος να συνεννοείται με τα ζωντανά. Μόνο που όλοι αυτοί οι άγριοι ήχοι τρόμαζαν τα πουλιά κι εκείνος έμενε λυπημένος να τα κοιτάζει να φεύγουν. Απ' την άλλη ο Μάρκος τρόμαζε βλέποντας τις συσπάσεις στο πρόσωπο τού Βέρτου κι έβαζε τα κλάματα.

Έπρεπε τότε να τον αγκαλιάζει και με νοήματα να τού εξηγεί πως είναι κάτι που δεν το θέλει, "τού ξεφεύγει". Αργότερα ο Μάρκος, έχοντας πιά καταλάβει, παρηγορούσε αυτός τον Βέρτο, όταν εκείνος έδειχνε να έχει αποκάμει από τούς μορφασμούς και τα γαυγίσματά του. Έσβηναν μέσα στην παλτουδιά τού Μάρκου οι φωνές και σταματούσαν οι μορφασμοί, όσο γύρω τους μαζεύονταν τα πουλιά που τους τραβούσαν την προσοχή.

Περνώντας ο καιρός τα απογεύματά τους έγιναν πιό ήσυχα. Κυλούσαν οι ώρες ενώ οι δυο τους ζωγράφιζαν, σ' ένα μπλοκ ζωγραφικής, τις πορείες τών πουλιών: από πού έρχονταν, ποιές στροφές έκαναν στον ουρανό, πού ξεκουράζονταν και προς τα πού απομακρύνονταν όταν κάτι τα τρόμαζε. Ήταν η καθημερινή τους αγαπημένη ασχολία.

Λίγο πριν το τέλος τού καλοκαιριού, ένα απόγευμα, ο Μάρκος έδειξε στον Βέρτο το μπλοκ ζωγραφικής που είχαν γεμίσει με τις τροχιές και τις συνήθειες τών πουλιών που πετούσαν ολόγυρά τους. Έδειχνε τη μια ζωγραφιά μετά την άλλη κι έκανε ζωηρές κινήσεις προσπαθώντας κάτι να δείξει στο φίλο του, κάτι που εκείνος δεν καταλάβαινε. Γύρισε τα φύλλα τού μπλοκ και το στόμα του έμεινε μισάνοιχτο όταν αντιλήφθηκε πως, καθώς φαινόταν ξεκάθαρα στα σχέδιά τους, τον τελευταίο καιρό τα πουλιά έρχονταν, πετούσαν κοντά τους κι έφευγαν ήσυχα, νωχελικά.

Οι πτήσεις κι οι αποχωρήσεις τών πουλιών τον τελευταίο καιρό δεν μοιάζαν πιά σε τίποτε με τις τρομαγμένες φυγές τους, τα άτακτα σκορπίσματά τους μετά από τις στριγγλιές τού Βέρτου που, ούτως ή άλλως ο Μάρκος δεν είχε ποτέ ακούσει και, όπως λένε, κανένας δεν ξανάκουσε.