05 Αυγούστου, 2010

Παιχνιδίσματα στο δάσος



"Συνιστάται  γενικά, σαν ιδιαίτερα χαλαρωτικός και υγιεινός, ένας περίπατος στο δάσος."


Μετά από ένα πολύμηνο σκοτείνιασμα στο οποίο είχα καταδικάσει το μυαλό μου με διάφορες καταχρήσεις και νοσηρές ενασχολήσεις, ήρθε μια κοινή φθινοπωρινή μέρα που ο νους μου άνοιξε και ένιωσα δεκτικός σε κάθε είδος ερεθίσματος που θα μπορούσε ανθρώπινος νους να δεχτεί.

Βρισκόμουν μπροστά σε ένα ονειρεμένο τοπίο κι ακριβώς μπροστά μου είχα ένα πυκνό, κιτρινισμένο δάσος που με τραβούσε με ένα παράξενο μαγνητισμό να το επισκεφτώ. Η θαλπωρή που υποσχόταν το δάσος έπαιρνε μορφή από το παρατημένο, στο πρώτο δέντρο του, παιδικό ποδήλατο με τα δυο σπουργίτια κουρνιασμένα στη σέλλα του.

Προσπέρασα την όμορφη εικόνα, με απαλά βήματα για να μην την διαταράξω και προχωρώντας στο εσωτερικό τού δάσους εντυπωσιάστηκα από τα σπάνια αλλά μεγάλα ξέφωτα που κινούνταν όπως ακριβώς κινείται μια κούνια λιγο πριν σταματήσει. Αντιλήφθηκα, προχωρώντας, πως δεν ήμουν μόνος εκεί. Αναπαυτικά ξαπλωμένο στις ρίζες ενός δέντρου ένα νήπιο έπαιζε ήσυχα και αθόρυβα, μετρώντας τα μικρά του δαχτυλάκια. Χάιδεψα το κεφαλάκι του και προχώρησα ενώ εκείνο συνέχισε το παιχνίδι του.

Ένα φύσημα τού αέρα κούνησε τις φυλλωσιές τών δέντρων και τα ξέφωτα μπροστά μου άλλαξαν σχήμα φωτίζοντας μικρές σκιές, ζωάκια που χασομερούσαν εδώ κι εκεί και έτρεξαν να κρυφτούν φοβισμένα από το ξάφνιασμά μου όταν διαπίστωσα την  παρουσία ενός νεαρού που, σχεδόν δίπλα μου, ήταν απασχολημένος με το σκάλισμα ενός ονόματος πάνω σ' ένα κορμό.

Μού πέρασε από το μυαλό η εντύπωση πως εκεί η σιωπή δεν ήταν έλλειψη θορύβων αλλά κάτι τεχνητά και προσεκτικά διατηρημένο, πιθανόν λόγω τής παρουσίας μου. Σε άλλες εποχές θα σκεφτόμουν πως ολόγυρά μου μια ομάδα από αυστηρούς, εχέμυθους συνωμότες παρατηρούσε αθόρυβα την περιπλάνησή μου. Υπόγειος φόβος έφτασε ως τούς αστραγάλους μου από εκείνη τη στιγμή.

Η σκιά ενός σωματώδη μεσήλικα, μια τρακοσαριά βήματα μπροστά μου, με έκανε να επιταχύνω το περπάτημά μου. Είχα αρχίσει να χρειάζομαι τον ήχο μιας ανθρώπινης ομιλίας και ήδη είχα έτοιμη μια δεκαριά πρόχειρες ερωτήσεις, όπως "από εδώ που θα βγω;" ή "ξέρετε, μάλλον δε βρίσκω πώς θα βγω από το δάσος". Η ερώτηση θα γινόταν μοναχά για ν' ακουστεί μια ανθρώπινη φωνή. Πριν κάνω την ερώτηση, ο μεγαλόσωμος άντρας μού έδειξε με το χέρι του πως δεν είχα παρά να προχωρήσω στην ίδια κατεύθυνση.

Η ανασφάλειά μου μεγάλωνε κι έτσι συνέχισα την πορεία μου, όσο πιό μακριά μπορούσα από τούς κορμούς τών δέντρων. Η σιωπή γινόταν ακόμα πιό αισθητή, αν είναι δυνατόν να κατανοήσει κανείς πως υπάρχουν καταστάσεις πιό σιωπηλές από την ήδη πλήρη απουσία ήχων. Αντιστάθηκα επίμονα στην παρόρμησή μου να κοιτάξω πίσω μου, συνήθειά μου από παιδί να στρέφω το βλέμμα μου προς τα πίσω όταν βαδίζω. Συχνά παραπατούσα...

Η διάθεσή μου είχε σχεδόν αντιστραφεί κι είδα με ανακούφιση βαθιά πως, περίπου ένα χιλιόμετρο πιό πέρα, το έντονο φως τής μέρας έκανε την εμφάνισή του. Στα μισά τής απόστασης διέκρινα ένα περίγραμμα σαν από βράχο χαμηλό και φαρδύ. Πλησιάζοντας, η εικόνα ξεκαθάριζε και παρατήρησα πως ο "βράχος" είχε χέρια, μεγάλη κοιλιά και σκέλη ανοιχτά. Αυτό που αντιστοιχούσε στο κεφάλι του είχε μακριά μαλλιά και γένεια, γύρω από ένα στόμα που ανοιγόκλεινε με αγωνία σαν να ήθελε να αναπνεύσει βαθιά ή σαν να είχε ανάγκη να φωνάξει κάποιον.

Έτρεξα κοντά του αλλά, μόλις στο ένα μέτρο, κατάφερα να ακούσω -πάντα πολύ χαμηλόφωνα- ένα μελαγχολικό ταίριασμα ασυνάρτητων λέξεων και ρυθμικών λυγμών. Άκουσα μόνο συγγεχυμένα μια προτροπή του: "Μην πας πιό πέρα...γύρνα πίσω...τελειώνει εδώ...". Έπειτα σώπασε και εγώ σχεδόν τρέχοντας κατευθύνθηκα προς το φως. Σωστή βουτιά έκανα προκειμένου να βρεθώ νωρίτερα έξω από το δάσος και γέμισα το πρόσωπό μου και τα χέρια μου από χώματα και πέτρες.

Οι θόρυβοι της φύσης επέστρεψαν μεμιάς κι αφού σήκωσα το ζαλισμένο μου κεφάλι είδα μια γυναίκα, γύρω στα 35 θα μπορούσα να πω η ηλικία της, που απευθύνθηκε σε μένα και δακρυσμένη με ρώτησε με αγωνία:

Μα που πήγε το λουλούδι μου; Το έφερα εδώ, να ξεδώσει με το ποδηλατάκι του μα εκείνο, σταματώντας εδώ κι εκεί, χάθηκε. Είχε υποσχεθεί πως δε θα έμπαινε βαθιά σ' αυτό το δάσος. Αχ, τα παιδιά δεν πιστεύουνε πιά στούς μύθους. Το ποδηλατάκι του είναι αυτό και δυο μερόνυχτα περιμένω πότε θα βγει απ' το δάσος γιατί εγώ δεν τολμώ να μπω εκεί μέσα. Κι ήταν μικρό...ήξερε μόνο να μετράει...

Έρμη μητέρα, της είπα, δεν μπορώ να εξηγήσω τι συμβαίνει στο δάσος αυτό. Πάντως, καλό δεν είναι. Αγνή ψυχή χρειάζεται να μπει εκεί μέσα για να τ' αλλάξει όλα, να πέσει σαν πέτρα βαριά μέσα εκεί, με δύναμη ν' αναταράξει το παιχνίδισμα τών σκιών. Όλη τη δύναμη που μου έχει απομείνει εγώ τη βάζω μα πού είναι η πέτρα, η αγνή ψυχή;

Συρρικνώθηκε η μάνα και, πριν προλάβω να τελειώσω τα λόγια μου, μπροστά μου είχα μια στρογγυλή, στιλπνή πέτρα. Την μάζεψα από κάτω, σημάδεψα το πιό βαθύ σημείο τού δάσους και, με όλη μου τη δύναμη, την εκσφενδόνισα μέσα σ' εκείνο το μέρος τού κόσμου, όπου κάτι τόσο ακριβό είχε χαθεί. Περίμενα εκεί όλη τη νύχτα ξάγρυπνος κι όρθιος, μέχρι που την αυγή  άκουσα τις πρώτες γελαστές φωνές. Έπειτα, παρ' όλη την περιέργειά μου, συνέχισα την περιπλάνησή μου ξεμακραίνοντας βιαστικά από εκείνο το δάσος.