14 Οκτωβρίου, 2021

Το ελιξήριο της νεότητος

 Η βαθιά σκιά μιας ρυτίδας, ξεφύτρωσε ανάμεσα στα δυο του φρύδια. Οι γροθιές του σφίχτηκαν και το στήθος του άδειασε μεμιάς. Μπροστά του, λίγα μέτρα από τον αφρό τής θάλασσας, έβλεπε εκείνους τους νεαρούς, μυώδεις, ψηλούς και ευλύγιστους... άλλοι μάλιστα ήσαν και ξεδιάντροπα ξανθοί. 

Ένιωσε μια αιώνια στιγμή φθόνου μέχρι να συνέλθει χάρις στην εκλογίκευση και την ντροπή. Δίπλα του ήταν η αγαπημένη, την οποία κοίταξε λοξά μέχρι να κινδυνέψει να γίνει αντιληπτός. Ήταν υπερβολική πάντως η ανάγκη του να διαπιστώσει αν εκείνη κοίταζε τα λαστιχένια εκείνα σώματα.

Τελικά τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν και η άμμος πάγωσε, οι ήχοι τής παραλίας σταμάτησαν να ακούγονται. Έπρεπε μια απόφαση να ακουστεί, μια ετυμηγορία. "Κοίτα τι θάλασσα, τι όμορφα σύννεφα, μοιάζει το καθένα τους να μιμείται κάτι", είπε κείνη.

"Τίποτε άλλο δεν κοίταξε τόση ώρα" σκέφτηκε εκείνος και μέσα του φώναξε "Με αγαπά, την νοιάζει για μένα μόνο, με θέλει ακόμα!". Μετά από λίγα δεκάλεπτα συνέλαβε τα μάτια του να περιεργάζονται την μορφή, την αναπνοή και την κίνηση τής ράχης μιάς σχεδόν έφηβης που με άλλες έπαιζε το παιχνίδι τού βολλευμπώλ.