Τίναξε, στο μπαλκόνι της, την ανθισμένη της αλλαξιά κι εγέμισεν φιλιά, η τρελή, τον ουρανόν. Τα φιλιά, στον καφέ μου βούτηξαν και πιο γλυκόν, πολύ πιο γλυκόν τον έκαμαν. Είχαν, βλέπεις, τη φρεσκάδα τών ταρατσών όπου φωλιάζουνε οι σκέψεις οι ερωτικές, την φρεσκάδα τής παραλίας το Φλεβάρη.
Ο καφές μου δεν είχεν διαρκέσει ποτέ τόσον πολύ, ποτέ δεν είχε τέτοιαν γεύσην, τοιαύτην διέγερσιν ως τώρα. Ποτέ δεν μοι έφερεν ταχυπαλμίαν τοιαύτην που να χρειασθεί, νευρικώς και επειγόντως, να λύσω τον κόμπο τής γραβάτας μου, ευθειάζοντας τον λαιμόν μου και κοιτώντας ψηλά, κατάματα τον ηλιακόν δίσκον.
Κάποιος μοι εφώναξεν "Ο Χριστός!...Ο Χριστός!... Άνθρωπέ μου..."
Χριστός...Χριστός κι Απόστολος, εψέλλισα, ενώ το περίγραμμα τού ηλίου έσκαζε κι από τα μέσα του, σα συντρίμμια πιάτου, ξεπετάγονταν άλλα κι ύστερα άλλα κι ακόμη άλλα, ολονέν νεότερα μπουμπούκια κιτρινόλευκα.