30 Δεκεμβρίου, 2009

10.10


Αντιμετώπισα την καταδίκη  μου με ξεχωριστή στωικότητα, σχεδόν αδιαφορία. Άδικη τιμωρία, βιαστικά παρμένη απόφαση, εκλεπτυσμένη έμπνευση κάποιου τιμωρού; Έχει διαφορά, δεν θέλω να τα εξισώσω όλα γιατί θα αισθανόμουν άδικος. Bέβαια μια τιμωρία δεν αποκλείεται να είναι και δίκαιη παρά τις διαβεβαιώσεις του καταδικασμένου περί του αντιθέτου. Aναρωτιέμαι αν θα ήταν κομψότερο να απολογηθώ εκ νέου ή να εκθέσω τις ενστάσεις μου. Το εγχείρημα θα είχε το ίδιο περιεχόμενο με τα ποιηματάκια που γράφουν οι βαρυποινίτες -άλλοι γυμνάζονται ή τις νύχτες διαγράφουν τις μέρες με διάφορους τρόπους.

Θέλησα να πράξω διαφορετικά. Δεν ήθελα να ακούσω πάλι το κατηγορητήριο και να προσπαθήσω να το αντικρούσω. Ο κύβος ερρίφθη και το σοφότερο ήταν να τον κοιτάξω. Ακόμα σωστότερο ένιωσα πως θα ήταν να ευχαριστήσω αυτόν τον δικαστή που με το δικό του τρόπο με έφερνε αντιμέτωπο με τις πράξεις μου, έστω και παρερμηνευμένες. Ήταν πράξεις που ήξερα πως θα μπορούσαν να παρερμηνευθούν και όμως έγιναν -επομένως είχα την πατρότητά τους.

Φιλικά, λοιπόν, όλα σε μένα:Ο δικαστής, η τιμωρία μου και οι πράξεις μου. Επιτέλους κάποιος είχε ασχοληθεί με το βίο μου αποκαλώντας τον «πρότερο έντιμο». Έπρεπε να φτάσω σε μια δίκη για να ακούσω αυτόν τον έπαινο. Σε άλλη περίπτωση δεν θα είχε η ζωή μου αυτή την -έγγραφη-επιβράβευση. Άφησα λοιπόν πίσω μου όλες αυτές τις ανοησίες περί δικαίου και αδίκου και καταπιάστηκα με κάτι που είναι ανώτερο στο πνεύμα. Από τη στιγμή που δεν επρόκειτο να ελαφρύνω τη θέση μου, ούτε καν με τους διάφορους τρόπους αυτοκαταστροφής, αποφάσισα να φανώ πιο αυστηρός με τη ζωή μου έχοντας την αίσθηση ότι, περισσότερο από όλα, αυτή είναι που κρίθηκε ως άτοπη και λανθασμένη.

Η τελευταία επιείκεια που ζήτησα, με κάθε τυπικότητα και γραφειοκρατική συνέπεια, ήταν η τοποθέτηση σε περίοπτη θέση, πάνω από την πόρτα του κελιού μου, ενός ρολογιού τοίχου, αντίκα μεγάλης αξίας με σταματημένο το μηχανισμό και ακίνητους τους επίχρυσους δείκτες του, στην αγαπημένη μου ώρα: Δέκα και δέκα.