07 Σεπτεμβρίου, 2011

Εφτά καμπάνες



Η Λευκή, μου 'λεγε ένας τρελός, κι ας σ' αγαπάει δεν το δείχνει - προσέχει μη και το αντιληφθεί κανείς. Ο κύριός της, έλεγε, είναι αυστηρός πολύ και τιμωρεί τής γυναικός του κάθε επίδοξο εραστή. Μα κι αν ακόμα δεν σου έχει περάσει από το νου δικιά σου να την κάνεις και τρελή ξοπίσω σου να τρέχει, πάλι θα πρέπει να προσέχεις. Δεν λογαριάζει ο άντρας της ποιος αγαπάει ποιον κι ούτε συγχωρεί τη συμβία του, όταν τελειώσει η Ιώβειός της υπομονή. Τιμωρεί, έλεγε ο παλαβός, και ερωμένη και εραστή.

Ο Κύριος αυτός δεν είναι σαν τους άλλους. Από το Θεό με σκοινί έχει πλαστεί ή, όπως καταλαβαίνεις, από το Θεό έχει πλεχτεί. Φτιαγμένος από κόμπους και θηλιές και ντυμένος στο μετάξι, τις ώρες του περνάει καθισμένος στην ταράτσα του, από μακριά κοιτάζοντας με προσοχή ποια από τις καρακάξες του μακριά πρώτη θα πετάξει. Μετρά την ώρα, τα πουλιά, κοιτάζει τις καμπάνες που 'χει κοντά του το καμπαναριό.

Εφτά είναι μέσα εκεί οι καμπάνες: η Μεγάλη, η Τιμωρία, η Αποστολική, η Ανατέλλουσα, η Μητέρα, η Καλοδεχούμενη κι η Αμόλυντη. Όλες χαρά φέρνουν στον Κύριο με το άκουσμά τους - Ντο, Ρε, Σολ, Λα και τι άλλο, ξέρω γω;! Όλες τού φέρνουν γαλήνη κι αναπαμό στην άρρωστη ψυχή. Εξόν από τη δεύτερη, την Τιμωρία, που ο ήχος της σημαίνει πως κάπου συντελέστηκεν η προδοσία. Πρέπει τότε τα ρούχα τα μεταξωτά να βγάλει, να λυθεί και μια θηλιά μονάχα ν' απομείνει: Αυτή που θα πνίξει τον άντρα που αγάπησε η Λευκή. 

Κλικ 22