22 Μαρτίου, 2010

Primavera




Άνοιξη

Ξύπνησα με τη χαρά να 'ναι κιόλας γινομένο φρούτο που κρέμεται από το σώμα μου με μακρύ σάρκινο μίσχο.
Πάνω σ' όλες τις νευρικές απολήξεις μου ένιωσα το τσίμπημα της πρώτης μέλισσας αυτής της άνοιξης. Από που ερχόταν ο αέρας που φυσούσε κάτω από το σεντόνι μου; Πρέπει να ακολουθείς το φύσημα αν θες να βρεις το στόμα.
Ο διάδρομος που πέρασα  παραπατώντας με τα μακριά  μπατζάκια μου δήλωνε τη συμμετοχή του στην ευφορία έτσι που δεχόταν από τα παράθυρα το ξινό φως. Οι τοίχοι ήταν από ζεστή λευκή κρέμα που γέμιζε κίτρινες κηλίδες. Έπινα γλυκιές γουλιές από αυτό που με περιέβαλε σαν αμνιακό υγρό.
Στον κήπο τα αγάλματα που κοιμόνταν αγκαλιά ξύπνησαν από το λόξυγγά μου και με κοιτούσαν με την αυστηρότητα του πατέρα, ζηλεύοντας την ενηλικίωσή μου, τη δροσερή μου ασέβεια να περνώ χωρίς να χαιρετώ, την τόλμη μου να κοιτώ τις εκλείψεις με γυμνό μάτι.
Λίγο πριν αποδράσω σκόνταψα σε κομμάτια παιχνιδιού σπασμένου από μιαν άλλη άνοιξη, τότε που ακόμα ένα παιδί έπαιζε στην αυλή μου.