Θα 'ρθει ο θάνατος και θα 'χει τη ματιά σου
Αυτός ο θάνατος που ξοπίσω μας αγκομαχάξάγρυπνος από το πρωί ως το βράδυ
βύθιος κι υπόκωφος σαν ενοχή παλιά
μυστήρια εμμονή τού χρόνου
Μοιραία λάμψη θα 'ναι το δικό σου βλέμμα
κραυγή πνιγμένη και λυγμός
στης σιωπής τη σκιά κρυμμένος
Ο θάνατος σ' όλους χρωστάει μια ματιά
Για μένα όταν θα 'ρθει
θα έχει τα δικά σου μάτια
Θα είναι το τέλος μιας συνήθειας
η απουσία τής εικόνας σου απ' τον καθρέφτη
για χάρη θαμπού αεικίνητου ειδώλου
που αγωνίζεται να αναδυθεί
Θα 'ναι σαν να ακουμπάω το αυτί μου
λόγια ν' ακούσω από χείλη σφαλιστά
Δε θα υπάρχουν να ακουστούνε λέξεις
μονάχα εκείνη, η δική σου η ματιά
κι εγώ που γιορτάζοντας τον ερχομό σου
αργά θα βυθιστώ σε μία δίνη σιωπηλά
Το παραπάνω ποίημα (που ελεύθερα αποδόθηκε και τού αφαιρέθηκαν στίχοι) είναι μια εκδοχή/αυτοσχεδιασμός τού ποιήματος τού Παβέζε "Verra' la morte e avra' i tuoi occhi".