Ο Αλεχάντρε Πάτο
Θα σέρβιραν, λέει, κρέας...Τι ωραία, είπα εγώ. Τόση ώρα περιμέναμε γύρω από το τραπέζι καθισμένοι στις άβολες καρέκλες (στην πραγματικότητα έλειπε ο πισινός μας), καμιά δεκαριά ανθρώποι στο σύνολο. Κουρασμένοι, ξεπατωμένοι που λέει ο λόγος.
Αρχίζει το σερβίρισμα, επιτέλους...
"Κύριοι, σας ταλαιπωρήσαμε, σήμερα σας ξεκωλώσαμε"
[ Πλάκα κάνει, κάνει χιούμορ...πάντως πονάω πίσω εγώ...από την κούραση μου' φυγε ο πάτος ]
Στο πιιάτο, σα ντασκεμπάπ, καμιά δεκαριά μπουκιές.
- Καλή όρεξη
- Καλή όρεξη, πώς είναι το δικό σας;
- Μμμμ...μμμ... Τέτοιο καύσιμο το σερβίρουν μόνο εδώ!
- Μόνο εδώ...Μόνο για Έλληνες!
Από κει και πέρα ο καθένας έφαγε το δικό του πιάτο. Ένα πιάτο-"Πάτο". Πάτο ο ένας, Πάτο ο άλλος...τέλος πάτων. Εν γνώσει μας είχαμε φάει, στο τέλος, κι από τών άλλων κι από το δικό μας Πάτο.
Είπαμε να μείνει μυστικό, ανάμεσά μας, κάτι σαν Κύκλος Σιχαμένων Ποιητών. Κάτι μόνο για μας. Κάτι Μόνο για Έλληνες.