13 Ιουλίου, 2010
Απ' την πολλή ντροπή
Συνήθως ήταν ακόμη ξύπνιος όταν η νύχτα σκέπαζε απαλά την πόλη, όπως ένα βλέφαρο γλιστράει στοργικά πάνω σ' ένα νυσταγμένο μάτι.
Όταν, μερικές ώρες μετά, το βλέφαρο αυτό άνοιγε, εκείνος εξακολουθούσε να κοιμάται ακάλυπτος, κάνοντας όνειρα. Το πιό συνηθισμένο του όνειρο ήταν μια αλληλουχία από σκηνές στις οποίες αυτός κολυμπούσε κυνηγώντας ένα ολοφώτεινο ψάρι μέσα σε μια θεοσκότεινη λίμνη. Το ψάρι αυτό όλο κι απομακρυνόταν, μέχρι που το' χανε...και στο σημείο εκείνο ξυπνούσε.
Ξυπνούσε με τις χούφτες του γεμάτες πολύχρωμα θρύψαλα από μικρά γυαλιά σπασμένα. Γυαλάκια κι όστρακα παντού, φτιάχναν βουναλάκια πάνω στο κρεβάτι του. Έπαιρνε λοιπόν τα μικρά γυαλιά κι έφτιαχνε κάθε φορά μια αστραφτερή πανοπλία. Στεκόταν τότε για λίγο μπρος στον καθρέφτη.
Όταν η πανοπλία του είχε πάνω του ζεσταθεί, ένιωθε πιά πως ήταν δυνατός. Ένιωθε πως καμιά απειλή δεν μπορούσε να τον ενοχλήσει. Τον σκέπαζαν τής θάλασσας τα ευρήματα προστατευτικά, καλύπτοντας το κεφάλι του, τους βραχίονες και το στήθος του. Περίμενε λίγο ακόμα μπροστά στον καθρέφτη μέχρι που η αμφίεση αυτή να πάρει χρώμα βαθύ, σαν το πράσινο τής θάλασσας.
Τα άκρα του μακραίναν, σκληραίναν και έσφιγγε μ' αυτά ό,τι έβρισκε μπροστά του. Γύριζε έτσι μοναχός μέσα στο σπίτι του ακούγοντας το θόρυβο των μυτερών βημάτων του.
Πώς τον ανακαλύψαν -αυτόν και την περίεργη συνήθειά του;
Ένιωσε κάποτε πως ίσως τού ήταν επιτρεπτό να βγει, σ' αυτά τα χάλια, στούς δρόμους τής πόλης μια κι ένιωσε πως στο σπίτι θα πέθαινε μονάχος, δίχως ταίρι. Στο δρόμο, όμως, κάτι απρόσεκτα παιδιά...τραβώντας τον λίγο από δω, λίγο από κει, τού σπάσανε την πανοπλία.
Αντίκρυσαν έτσι τα παλιόπαιδα, τα μάτια του που αρχίσαν να δακρύζουν, τον κορόιδεψαν που κλαίει.
Εκείνος γύρισε πρηνής κι απ' την ντροπή του την πολλή, μπροστά στα γέλια τών παιδιών, απέθανε ακαριαία.
Όταν, μερικές ώρες μετά, το βλέφαρο αυτό άνοιγε, εκείνος εξακολουθούσε να κοιμάται ακάλυπτος, κάνοντας όνειρα. Το πιό συνηθισμένο του όνειρο ήταν μια αλληλουχία από σκηνές στις οποίες αυτός κολυμπούσε κυνηγώντας ένα ολοφώτεινο ψάρι μέσα σε μια θεοσκότεινη λίμνη. Το ψάρι αυτό όλο κι απομακρυνόταν, μέχρι που το' χανε...και στο σημείο εκείνο ξυπνούσε.
Ξυπνούσε με τις χούφτες του γεμάτες πολύχρωμα θρύψαλα από μικρά γυαλιά σπασμένα. Γυαλάκια κι όστρακα παντού, φτιάχναν βουναλάκια πάνω στο κρεβάτι του. Έπαιρνε λοιπόν τα μικρά γυαλιά κι έφτιαχνε κάθε φορά μια αστραφτερή πανοπλία. Στεκόταν τότε για λίγο μπρος στον καθρέφτη.
Όταν η πανοπλία του είχε πάνω του ζεσταθεί, ένιωθε πιά πως ήταν δυνατός. Ένιωθε πως καμιά απειλή δεν μπορούσε να τον ενοχλήσει. Τον σκέπαζαν τής θάλασσας τα ευρήματα προστατευτικά, καλύπτοντας το κεφάλι του, τους βραχίονες και το στήθος του. Περίμενε λίγο ακόμα μπροστά στον καθρέφτη μέχρι που η αμφίεση αυτή να πάρει χρώμα βαθύ, σαν το πράσινο τής θάλασσας.
Τα άκρα του μακραίναν, σκληραίναν και έσφιγγε μ' αυτά ό,τι έβρισκε μπροστά του. Γύριζε έτσι μοναχός μέσα στο σπίτι του ακούγοντας το θόρυβο των μυτερών βημάτων του.
Πώς τον ανακαλύψαν -αυτόν και την περίεργη συνήθειά του;
Ένιωσε κάποτε πως ίσως τού ήταν επιτρεπτό να βγει, σ' αυτά τα χάλια, στούς δρόμους τής πόλης μια κι ένιωσε πως στο σπίτι θα πέθαινε μονάχος, δίχως ταίρι. Στο δρόμο, όμως, κάτι απρόσεκτα παιδιά...τραβώντας τον λίγο από δω, λίγο από κει, τού σπάσανε την πανοπλία.
Αντίκρυσαν έτσι τα παλιόπαιδα, τα μάτια του που αρχίσαν να δακρύζουν, τον κορόιδεψαν που κλαίει.
Εκείνος γύρισε πρηνής κι απ' την ντροπή του την πολλή, μπροστά στα γέλια τών παιδιών, απέθανε ακαριαία.
Στα σοβαρά
Εκτός από αυτούς που σ' αγαπούν κι αυτούς που σε μισούν, υπάρχουν κι αυτοί που σε παίρνουν στα σοβαρά.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)