Χθες, μια μέρα που φυσούσε ακόμα και στού μπόντικα τη φωλιά, ξεσηκώθηκα νωρίς και νιώθοντας μια μεγάλη λαχτάρα να δω τους φίλους μου, τράβηξα κατά τού Γιώργη. Τον πήρα και κινήσαμε για τού Θανάση που τόσο καιρό είχα να ντονε δω. Ο Γιώργης έπειτα από λίγο έφυγε για το σπίτι του κι εγώ με το Θανάση πιάσαμε την κουβέντα για το Σπύρο που πριν ένα χρόνο είχε πέσει κι ήτανε κλινήρης ένα μήνα, όπου και τονε γράψανε όλοι στα τέτοια τους και δε μπήγε κανένας να ντονε δει. Πήγαμε το λοιπόν να τονε δούμε γιατί...γαϊδουριά, ξέρω γω...
Ο Σπύρος αφού γκρίνιαξε κάμποσο που τονε ξέχασα, έβρισε και το Θανάση που καιρό τού καθότανε στο στομάχι κι ύστερα δέχτηκε να ντυθεί για να πάμε για καφέ (ο Θανάσης προσβάλθηκε το παιδί και πήγε στο κομμωτήριο λέει γιατί είχε γίνει σα γιεγιές). Ο Σπύρος κι εγώ κάτσαμε στη "Γλυκιά γωνιά" όπου συναντήσαμε τον Κώστα που μια ζωή τα 'χε με την τύχη του, όλο με λάθος γυναίκες έμπλεκε. Την έκανε ο Σπύρος που κάτι τέτοια τα βαριέται, είπε πως είχε εισιτήριο για τον Ολυμπιακό και γω πήγα τον Κώστα για φαΐ.
Κι αρχίνισε αυτός με την Ιωάννα που "είναι έτσι, είναι αλλιώς" μέχρι που ήρθε η κοπέλα Ιωάννα (μια χαρά άνθρωπος) και το βούλωσε ο Κώστας και μετά μισή ώρα έφυγε, φανερά φέρθηκε έτσι για να τελειώνει πια η σχέση τους. Είπε μπας και την ξεφορτώσει σε μένα που δεν αρνήθηκα την πρόκληση κι είπα κι ένα ΕυχαριστωτοΘεό που βρήκα άνθρωπο να γκρινιάξω. Ύστερα αυτή με πήγε ως το σπίτι γιατί έβρεχε αλλά η Ιωάννα το 'ξερε από πρώτα και κράταγε ομπρέλα.
Στο σπίτι, μόλις που είχα αλλάξει κι έλεγα μέσα μου "σκέτη τρέλα να κυκλοφορείς με αυτόν τής Παναγίας τον αέρα και τη βροχή", να 'σου που χτυπάει το θυροτηλέφωνο. "Ποιός;"..."Έλα ο Δημήτρης είμαι, είσαι να πάμε καμιά βόλτα; Σε πεθύμησα..."
"Άσε ρε Δημήτρη, άσε με...φυσάει και βρέχει παντού. Και στη φωλιά τού πόντικα..."