Ξύπνησα σήμερα το πρωί με ένα κεφάλι έτοιμο να σπάσει. Αργότερα η ενόχληση αυτή υποχώρησε κι έτσι μπόρεσα να σηκωθώ και να σταθώ στα πόδια μου.
Πίνοντας τον καφέ μου θυμήθηκα όλες εκείνες τις συζητήσεις που είχαμε κάνει σπίτι μου, με την παρέα, τα προηγούμενα βράδια. Επρόκειτο για μία φήμη που ήθελε ένα "Μάγο" να επισκέπτεται εμάς τους κοινούς θνητούς για να μας κάνει ανακοινώσεις για τα μελλούμενα. Άλλοι έλεγαν πως σε κάνει κυριολεκτικά θεατή του μέλλοντός σου κι αν το μέλλον σου δε σου αρέσει, σου δίνεται η ευκαιρία να το αλλάξεις. Άλλοι πίστευαν ότι έφταιγε το πολύ ποτό ή το χόρτο που καταναλώνουν αυτοί που πιστεύουν αυτές τις ανοησίες.
Περιμένοντας υπομονετικά πέρασε η ώρα και μπαίνοντας σε μια κατάσταση διαστρεβλωμένης -λόγω του πολλού καφέ και των τσιγάρων- εγρήγορσης, άρχισα να ψάχνω γύρω μου στοιχεία που θα με φώτιζαν γύρω από την ύπαρξη του Μάγου: Βιβλία, καταγεγραμμένες φήμες στο διαδίκτυο, δεισιδαιμονίες κι άλλα τέτοια.
Η αμηχανία έσυρε τα βήματά μου μέχρι το παράθυρο. Μουντός ουρανός, ασπρόμαυρος… μου έδωσε το ερέθισμα να φανταστώ το τέλος αυτού του κόσμου κάτω από τους ήχους μιας πιανόλας. Η εικόνα πήρε το κωμικό χρώμα της σκηνής του αποδεκατισμού των θαμώνων ενός saloon σε ένα ασπρόμαυρο western. Το ρεφρέν του τραγουδιού έλεγε «ο τελευταίος επιζών ας πυροβολήσει τον πιανίστα».
Πώς είναι δυνατόν να ζει κανείς τέτοιες μέρες γεμάτες αίσθήματα επαπειλούμενης καταστροφής; Μέρες που αν κι έχουν περάσει νιώθεις πως δεν μπορούν να διαγραφούν. Περνούν απλά στο παρελθόν σου κι εκεί στοιχίζονται σε μάχιμες διατάξεις εναντίον σου, σαν κομάντος που ξεγέλασαν τους φρουρούς των συνόρων σου και μαζεύτηκαν βαθιά στο έδαφός σου. Ίσως κάποιος από αυτούς νιώθει έναν παράξενο οίκτο για σένα, ίσως και συμπάθεια βλέποντάς σε αμέριμνο να μην υποψιάζεσαι τίποτα.
Ένα ηχηρό γέλιο από το δρόμο, ένα λάθος χτύπημα στο θυροτηλέφωνο, μια χαζομάρα από την τηλεόραση μού σημάδεψαν τον εγκέφαλο και οι κακές σκέψεις έγιναν ξαφνικά τροβαδούροι του μεσαίωνα που γέμισαν το δωμάτιό μου με την ιδρωτίλα και την κρασίλα τους. Μαντολίνα, κιθάρες και φλάουτα ήταν όλα εκεί…Καθίζοντας ανάμεσά τους άκουσα μια σειρά τραγούδια που πήγανε το νου μου σε παλιούς ετοιμόρροπους πύργους, ολονύκτιους έρωτες, παρθένες που κλαίνε και μια γλυκερή θλίψη που μόλις και σου κάνει φανερή την παρουσία της κουρνιάζοντας ανάμεσα στις κατακόκκινες κουβέρτες σου, ενώ νιώθεις έντονα πως όλος ο κόσμος σ’ έχει λησμονήσει.
Κόντεψε να με πάρει πάλι ο ύπνος από τη ζάλη της ζέστης των καλοριφέρ που είχαν αρχίσει να ζεσταίνουν το σπίτι. Σήμαινε πώς πήγε περίπου εννέα η ώρα. Όπου να ‘ναι η παρέα θα μαζευόταν πάλι κι η κουβέντα θα έφτανε κι απόψε στις δοξασίες που συνοδεύουν το Μάγο, αυτήν την απόκοσμη οντότητα που μπορεί να παίξει στα χέρια του -σαν ταχυδακτυλουργός- το μέλλον σου και το παρελθόν σου λες κι η ζωή σου είναι μια τράπουλα από χαρτιά κι αυτός τα ανακατεύει όπως θέλει.
Η αναμονή τόσων βραδιών καθώς και οι περί όλων αυτών συζητήσεις με είχαν κουράσει. Εξάλλου αν η οντότητα αυτή ήθελε να κάνει την εμφάνισή της σίγουρα θα το αποφάσιζε όταν θα μάς έβρισκε έναν-έναν, στις προσωπικές μας ώρες και θα μάς έλεγε τα μαντάτα της πρόσωπο με πρόσωπο, κατ'ιδίαν που λένε.
Ήμουν βέβαιος πια πως έτσι είχαν τα πράγματα. Ξέχασα λοιπόν τους φίλους και δεν άνοιξα σε κανέναν τους όταν χτύπησαν την πόρτα μου. Έμεινα μόνος μου εκεί, καθισμένος στο πάτωμα, παίζοντας διάφορες πασιέντζες με μια παλιά μου τράπουλα διακοσμημένη με Ετρουσκικά σύμβολα. Πασιέντζες που, όπως λένε, είναι επικλήσεις προς Αυτόν.
Σχεδόν μετά από μια ώρα άκουσα βήματα στις σκάλες. Ανοιξα την πόρτα πριν καν κάποιος την χτυπήσει. Ήξερα πως η ώρα που περίμενα είχε φτάσει και προς στιγμήν αναρωτήθηκα αν όντως ήθελα να μάθω το μέλλον μου η να συνεχίσω ζώντας ξένοιαστος το παρόν μου.
Εκείνος με πήρε από το χέρι και μου έγνεψε να καθήσω εκεί όπου είχα αφήσει τα τραπουλόχαρτά μου. Με μια ελαφριά πίεση στο στέρνο μου με έβαλε να ξαπλώσω στο χαλί.Ξάπλωσε δίπλα μου,με κοίμησε γλυκά, πρέπει να ομολογήσω.Γιατι όχι!Άρχισε κάτι σαν ξενάγηση στην όμορφη νύχτα της πανσέληνου...Απλά φυσώντας απαλά πάνω στα κλειστά μου βλέφαρα.
Μ'έβαλε να κοιτάξω αγγέλους απανθρακωμένους, άλλους σακάτες και άλλους αποκεφαλισμένους με άρρωστα μέλη να σαπίζουν. Ένας καθολικός ιερέας, κάθιδρος,τους περιέθαλπτε βιαστικά ενώ λίγο μετά εξαχνώνονταν όλοι αφήνοντας πίσω τους καπνό, κουρέλια και στάχτες. Σύντομα κατέφθαναν άλλα καραβάνια με νέους επευφημούμενους θίασους που επαναλάμβαναν την ίδια σκηνή.
Υπήρχαν θρυμματισμένοι σταυροί, χρυσοί και μαρμάρινοι, ολόγυρα στα δρομάκια της σιχαμερής Αθήνας, του κέντρου βάρους της Άθλιας Ελλάδας που κάτω από τον περίφημο ήλιο της ξαπλώνει στις υπέροχες παραλίες της νεκρή και νεκρή μεταφέρεται στα ταξί και τα λεωφορεία, ματωμένη, όρθια,ταλαντούμενη σαν εκκρεμές σε φρεναρίσματα κι επιταχύνσεις.
Ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασσίζης προπηλακιζόταν από νήπια με πονηρές όψεις, που κοίταζαν οθόνες πυορροούσες και γελούσαν ανταλλάσσοντας πλάγια βλέμματα από τα γυάλινά τους μάτια. Εκείνος τα μάθαινε να ατιμάζουν τους πατεράδες τους. Εν τω μεταξύ εγώ τρέμοντας μέσα στο βουητό ενός παγερού αέρα διαβαζα, για πρώτη μου φορά, στην άρρωστη μάνα μου ένα ποίημα που έγραψα στα Ιταλικά, αφιερωμένο στη Μητέρα,την ώρα που εκείνη ξεψυχούσε αποστεωμένη.
Στον βραδινό ποδοσφαιρικό αγώνα ο παίκτης που εφήρμοζε το fair play κειτόταν στο έδαφος νεκρός. Όποιος αγωνίζεται έτσι χαλάει το θέαμα γι αυτούς που σαν Εκείνον προτιμούν τα κλαδέματα στους αγώνες, τις φωτιές στους δρόμους με τα σπίτια στους ζυγούς και μονούς αριθμούς τους που σχηματίζουν τσιμεντένιες ρουλέτες, γκρι τσόχα βρώμικη και κολλημένες τσίχλες. Κατσαρίδες από τάφους περπατούσαν αρχοντικά μέσα στα Πασχαλινά εδέσματα σας, για την ειρωνία της Ανάστασης..Της δικής σας και του Ιησού σας.
Αυτοί που φοβόμουν μέσα στ' όνειρό μου πως θα με βγάλουν από το δικό μου σωστό δρόμο ήταν αυτοί που έλεγαν πως πιστεύουν ακριβώς ό,τι κι εγώ. Τρίχες κολλημένες στο σαπούνι μου, δύσκολο να τις βγάλω. Θα μείνω ακάθαρτος με όλα τα ανομήματα πάνω μου ανεξίτηλα. Ένιωθα απελπισμένος και ένοχος για το τέλος αυτού του κόσμου που κάθε μέρα κάνω χειρότερο.
Στη βραδυνή έξοδο ο κόσμος συνωστιζόταν μπροστά σε δυο κέντρα διασκέδασης με neon επιγραφές. «LIVE» από τη μιά και το αντίστροφό του «EVIL» από την άλλη, με αδυναμία να ξεχωρίσει το πραγματικό από το είδωλό του. Αγγελούδια-στολίδια προηγούμενων Χριστουγέννων απαγχονισμένα από τα κλαδιά των ελάτων περιστρέφονταν γύρω από τον άξονά τους προσπαθώντας να στρέψουν τον κόσμο πότε από δω και πότε από κει.Χιλιοπαιγμένα τρυκ από ταινίες με δαιμονισμένες αντίστροφες ομιλίες.
Το τελευταίο ντονγκ ακούστηκε. Κάποια καμπάνα από τον πλανήτη έστελνε τον τελευταίο χαιρετισμό στον Ύψιστο.
Το ρολόι σταμάτησε.Ήχησε ένα δυνατό γκονγκ.
Οι πολεμιστές ήσαν πανέτοιμοι. Τα δόρατα προτεταμένα. Οι διπλωμάτες κοιμήθηκαν κουρασμένοι. Υποτίμησαν τους παιάνες και τα εμβατήρια. Οι σκεπτόμενοι ανέλυσαν με ηρεμία τα «σημεία των καιρών» -για τελευταία φορά. Η τρελή Λευκή Κυρία είχε επισκεφθεί όλα τα σπίτια και αποκαμωμένη κάθησε σ’ένα τοιχάκι.
Η σκηνή του Θεάτρου ήταν έτοιμη. Η αυλαία είχε σηκωθεί. Τα καθίσματα ήταν άδεια. Ο προβολέας είχε ανάψει πάνω στη ζωντανή σκακιέρα της σκηνής. Ο Βασιλιάς ήταν νεκρός και η Βασίλισσα έκλαιγε γονατιστή απέναντι από τον Εσταυρωμένο, κάπου στο κέντρο, εκεί οπου κερδίζεται ή χάνεται η παρτίδα.
Το κρίμα πάνω σας
Το κρίμα πάνω σας
Το κρίμα πάνω σας. Στο αίμα σας και στο αίμα των παιδιών σας. Εξ άλλου ο Βασιλιάς σας είναι νεκρός. Η Βασίλισσα κλαίει γοερά. Ο Εσταυρωμένος έχει μόνο μερικές ώρες μαρτυρίου ακόμα. Ενα μικρό ύπνο. Και ύστερα…Και ύστερα τι;
Τετέλεσται !
Έμπαινα στην αίθουσα ενώ το “Τετέλεσται” είχε ήδη ειπωθεί κι έπαιρνα μια θέση νιώθοντας ότι δεν είχε μεγάλη σημασία που έφτασα καθυστερημένος. Εκτός από αδιάφορα και οικεία όλα αυτά ίσως μου έδιναν και μια μικρή ανακούφιση. Όλα έδιναν το μήνυμα πως δεν θα ξανασυναντιόμασταν ποτέ πιά οι ίδιοι σ’αυτή τη ζωή και οι πιθανότητες για μιαν άλλη είναι τόσο ελάχιστες ώστε να αποκλείεται η επανάληψη αυτής της ίδιας ανόητης κωμωδίας.
Πίνοντας τον καφέ μου θυμήθηκα όλες εκείνες τις συζητήσεις που είχαμε κάνει σπίτι μου, με την παρέα, τα προηγούμενα βράδια. Επρόκειτο για μία φήμη που ήθελε ένα "Μάγο" να επισκέπτεται εμάς τους κοινούς θνητούς για να μας κάνει ανακοινώσεις για τα μελλούμενα. Άλλοι έλεγαν πως σε κάνει κυριολεκτικά θεατή του μέλλοντός σου κι αν το μέλλον σου δε σου αρέσει, σου δίνεται η ευκαιρία να το αλλάξεις. Άλλοι πίστευαν ότι έφταιγε το πολύ ποτό ή το χόρτο που καταναλώνουν αυτοί που πιστεύουν αυτές τις ανοησίες.
Περιμένοντας υπομονετικά πέρασε η ώρα και μπαίνοντας σε μια κατάσταση διαστρεβλωμένης -λόγω του πολλού καφέ και των τσιγάρων- εγρήγορσης, άρχισα να ψάχνω γύρω μου στοιχεία που θα με φώτιζαν γύρω από την ύπαρξη του Μάγου: Βιβλία, καταγεγραμμένες φήμες στο διαδίκτυο, δεισιδαιμονίες κι άλλα τέτοια.
Η αμηχανία έσυρε τα βήματά μου μέχρι το παράθυρο. Μουντός ουρανός, ασπρόμαυρος… μου έδωσε το ερέθισμα να φανταστώ το τέλος αυτού του κόσμου κάτω από τους ήχους μιας πιανόλας. Η εικόνα πήρε το κωμικό χρώμα της σκηνής του αποδεκατισμού των θαμώνων ενός saloon σε ένα ασπρόμαυρο western. Το ρεφρέν του τραγουδιού έλεγε «ο τελευταίος επιζών ας πυροβολήσει τον πιανίστα».
Πώς είναι δυνατόν να ζει κανείς τέτοιες μέρες γεμάτες αίσθήματα επαπειλούμενης καταστροφής; Μέρες που αν κι έχουν περάσει νιώθεις πως δεν μπορούν να διαγραφούν. Περνούν απλά στο παρελθόν σου κι εκεί στοιχίζονται σε μάχιμες διατάξεις εναντίον σου, σαν κομάντος που ξεγέλασαν τους φρουρούς των συνόρων σου και μαζεύτηκαν βαθιά στο έδαφός σου. Ίσως κάποιος από αυτούς νιώθει έναν παράξενο οίκτο για σένα, ίσως και συμπάθεια βλέποντάς σε αμέριμνο να μην υποψιάζεσαι τίποτα.
Ένα ηχηρό γέλιο από το δρόμο, ένα λάθος χτύπημα στο θυροτηλέφωνο, μια χαζομάρα από την τηλεόραση μού σημάδεψαν τον εγκέφαλο και οι κακές σκέψεις έγιναν ξαφνικά τροβαδούροι του μεσαίωνα που γέμισαν το δωμάτιό μου με την ιδρωτίλα και την κρασίλα τους. Μαντολίνα, κιθάρες και φλάουτα ήταν όλα εκεί…Καθίζοντας ανάμεσά τους άκουσα μια σειρά τραγούδια που πήγανε το νου μου σε παλιούς ετοιμόρροπους πύργους, ολονύκτιους έρωτες, παρθένες που κλαίνε και μια γλυκερή θλίψη που μόλις και σου κάνει φανερή την παρουσία της κουρνιάζοντας ανάμεσα στις κατακόκκινες κουβέρτες σου, ενώ νιώθεις έντονα πως όλος ο κόσμος σ’ έχει λησμονήσει.
Κόντεψε να με πάρει πάλι ο ύπνος από τη ζάλη της ζέστης των καλοριφέρ που είχαν αρχίσει να ζεσταίνουν το σπίτι. Σήμαινε πώς πήγε περίπου εννέα η ώρα. Όπου να ‘ναι η παρέα θα μαζευόταν πάλι κι η κουβέντα θα έφτανε κι απόψε στις δοξασίες που συνοδεύουν το Μάγο, αυτήν την απόκοσμη οντότητα που μπορεί να παίξει στα χέρια του -σαν ταχυδακτυλουργός- το μέλλον σου και το παρελθόν σου λες κι η ζωή σου είναι μια τράπουλα από χαρτιά κι αυτός τα ανακατεύει όπως θέλει.
Η αναμονή τόσων βραδιών καθώς και οι περί όλων αυτών συζητήσεις με είχαν κουράσει. Εξάλλου αν η οντότητα αυτή ήθελε να κάνει την εμφάνισή της σίγουρα θα το αποφάσιζε όταν θα μάς έβρισκε έναν-έναν, στις προσωπικές μας ώρες και θα μάς έλεγε τα μαντάτα της πρόσωπο με πρόσωπο, κατ'ιδίαν που λένε.
Ήμουν βέβαιος πια πως έτσι είχαν τα πράγματα. Ξέχασα λοιπόν τους φίλους και δεν άνοιξα σε κανέναν τους όταν χτύπησαν την πόρτα μου. Έμεινα μόνος μου εκεί, καθισμένος στο πάτωμα, παίζοντας διάφορες πασιέντζες με μια παλιά μου τράπουλα διακοσμημένη με Ετρουσκικά σύμβολα. Πασιέντζες που, όπως λένε, είναι επικλήσεις προς Αυτόν.
Σχεδόν μετά από μια ώρα άκουσα βήματα στις σκάλες. Ανοιξα την πόρτα πριν καν κάποιος την χτυπήσει. Ήξερα πως η ώρα που περίμενα είχε φτάσει και προς στιγμήν αναρωτήθηκα αν όντως ήθελα να μάθω το μέλλον μου η να συνεχίσω ζώντας ξένοιαστος το παρόν μου.
Εκείνος με πήρε από το χέρι και μου έγνεψε να καθήσω εκεί όπου είχα αφήσει τα τραπουλόχαρτά μου. Με μια ελαφριά πίεση στο στέρνο μου με έβαλε να ξαπλώσω στο χαλί.Ξάπλωσε δίπλα μου,με κοίμησε γλυκά, πρέπει να ομολογήσω.Γιατι όχι!Άρχισε κάτι σαν ξενάγηση στην όμορφη νύχτα της πανσέληνου...Απλά φυσώντας απαλά πάνω στα κλειστά μου βλέφαρα.
Μ'έβαλε να κοιτάξω αγγέλους απανθρακωμένους, άλλους σακάτες και άλλους αποκεφαλισμένους με άρρωστα μέλη να σαπίζουν. Ένας καθολικός ιερέας, κάθιδρος,τους περιέθαλπτε βιαστικά ενώ λίγο μετά εξαχνώνονταν όλοι αφήνοντας πίσω τους καπνό, κουρέλια και στάχτες. Σύντομα κατέφθαναν άλλα καραβάνια με νέους επευφημούμενους θίασους που επαναλάμβαναν την ίδια σκηνή.
Υπήρχαν θρυμματισμένοι σταυροί, χρυσοί και μαρμάρινοι, ολόγυρα στα δρομάκια της σιχαμερής Αθήνας, του κέντρου βάρους της Άθλιας Ελλάδας που κάτω από τον περίφημο ήλιο της ξαπλώνει στις υπέροχες παραλίες της νεκρή και νεκρή μεταφέρεται στα ταξί και τα λεωφορεία, ματωμένη, όρθια,ταλαντούμενη σαν εκκρεμές σε φρεναρίσματα κι επιταχύνσεις.
Ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασσίζης προπηλακιζόταν από νήπια με πονηρές όψεις, που κοίταζαν οθόνες πυορροούσες και γελούσαν ανταλλάσσοντας πλάγια βλέμματα από τα γυάλινά τους μάτια. Εκείνος τα μάθαινε να ατιμάζουν τους πατεράδες τους. Εν τω μεταξύ εγώ τρέμοντας μέσα στο βουητό ενός παγερού αέρα διαβαζα, για πρώτη μου φορά, στην άρρωστη μάνα μου ένα ποίημα που έγραψα στα Ιταλικά, αφιερωμένο στη Μητέρα,την ώρα που εκείνη ξεψυχούσε αποστεωμένη.
Στον βραδινό ποδοσφαιρικό αγώνα ο παίκτης που εφήρμοζε το fair play κειτόταν στο έδαφος νεκρός. Όποιος αγωνίζεται έτσι χαλάει το θέαμα γι αυτούς που σαν Εκείνον προτιμούν τα κλαδέματα στους αγώνες, τις φωτιές στους δρόμους με τα σπίτια στους ζυγούς και μονούς αριθμούς τους που σχηματίζουν τσιμεντένιες ρουλέτες, γκρι τσόχα βρώμικη και κολλημένες τσίχλες. Κατσαρίδες από τάφους περπατούσαν αρχοντικά μέσα στα Πασχαλινά εδέσματα σας, για την ειρωνία της Ανάστασης..Της δικής σας και του Ιησού σας.
Αυτοί που φοβόμουν μέσα στ' όνειρό μου πως θα με βγάλουν από το δικό μου σωστό δρόμο ήταν αυτοί που έλεγαν πως πιστεύουν ακριβώς ό,τι κι εγώ. Τρίχες κολλημένες στο σαπούνι μου, δύσκολο να τις βγάλω. Θα μείνω ακάθαρτος με όλα τα ανομήματα πάνω μου ανεξίτηλα. Ένιωθα απελπισμένος και ένοχος για το τέλος αυτού του κόσμου που κάθε μέρα κάνω χειρότερο.
Στη βραδυνή έξοδο ο κόσμος συνωστιζόταν μπροστά σε δυο κέντρα διασκέδασης με neon επιγραφές. «LIVE» από τη μιά και το αντίστροφό του «EVIL» από την άλλη, με αδυναμία να ξεχωρίσει το πραγματικό από το είδωλό του. Αγγελούδια-στολίδια προηγούμενων Χριστουγέννων απαγχονισμένα από τα κλαδιά των ελάτων περιστρέφονταν γύρω από τον άξονά τους προσπαθώντας να στρέψουν τον κόσμο πότε από δω και πότε από κει.Χιλιοπαιγμένα τρυκ από ταινίες με δαιμονισμένες αντίστροφες ομιλίες.
Το τελευταίο ντονγκ ακούστηκε. Κάποια καμπάνα από τον πλανήτη έστελνε τον τελευταίο χαιρετισμό στον Ύψιστο.
Το ρολόι σταμάτησε.Ήχησε ένα δυνατό γκονγκ.
Οι πολεμιστές ήσαν πανέτοιμοι. Τα δόρατα προτεταμένα. Οι διπλωμάτες κοιμήθηκαν κουρασμένοι. Υποτίμησαν τους παιάνες και τα εμβατήρια. Οι σκεπτόμενοι ανέλυσαν με ηρεμία τα «σημεία των καιρών» -για τελευταία φορά. Η τρελή Λευκή Κυρία είχε επισκεφθεί όλα τα σπίτια και αποκαμωμένη κάθησε σ’ένα τοιχάκι.
Η σκηνή του Θεάτρου ήταν έτοιμη. Η αυλαία είχε σηκωθεί. Τα καθίσματα ήταν άδεια. Ο προβολέας είχε ανάψει πάνω στη ζωντανή σκακιέρα της σκηνής. Ο Βασιλιάς ήταν νεκρός και η Βασίλισσα έκλαιγε γονατιστή απέναντι από τον Εσταυρωμένο, κάπου στο κέντρο, εκεί οπου κερδίζεται ή χάνεται η παρτίδα.
Το κρίμα πάνω σας
Το κρίμα πάνω σας
Το κρίμα πάνω σας. Στο αίμα σας και στο αίμα των παιδιών σας. Εξ άλλου ο Βασιλιάς σας είναι νεκρός. Η Βασίλισσα κλαίει γοερά. Ο Εσταυρωμένος έχει μόνο μερικές ώρες μαρτυρίου ακόμα. Ενα μικρό ύπνο. Και ύστερα…Και ύστερα τι;
Τετέλεσται !
Έμπαινα στην αίθουσα ενώ το “Τετέλεσται” είχε ήδη ειπωθεί κι έπαιρνα μια θέση νιώθοντας ότι δεν είχε μεγάλη σημασία που έφτασα καθυστερημένος. Εκτός από αδιάφορα και οικεία όλα αυτά ίσως μου έδιναν και μια μικρή ανακούφιση. Όλα έδιναν το μήνυμα πως δεν θα ξανασυναντιόμασταν ποτέ πιά οι ίδιοι σ’αυτή τη ζωή και οι πιθανότητες για μιαν άλλη είναι τόσο ελάχιστες ώστε να αποκλείεται η επανάληψη αυτής της ίδιας ανόητης κωμωδίας.