13 Νοεμβρίου, 2009

Ο Τυμβωρύχος

Τυμβωρύχος του παρελθόντος, εσύλησα τα περασμένα χρόνια της γενιάς μου και έκρυψα στο βαρύ μου σάκο τα όποια αντικείμενα αξίας βρήκαν τα βρώμικά μου δάχτυλα ανάμεσα στις λάσπες και τα σαρκοντυμένα κόκαλα. Ποιός θα περίμενε ποτέ να έχουν λιώσει οι αφορισμένοι!

Μετά τις ανόσιες πράξεις μου έδειξα την αριστοκρατική μου καταγωγή αφήνοντας τούς τάφους όπως τους βρήκα -άθικτους γιά το άπειρο μάτι.  Εξασφάλισα έτσι έναν ήσυχο ύπνο στα θύματα των κλοπών μου. Ό,τι απομένει για την αιωνιότητα πρέπει να μπορεί να κοιμάται ήσυχο.

Ήσυχο ύπνο χάρισα;  Ύπνο του δικαίου;  Ύπνο με σκώληκες συνδαιτυμόνες; Ωχ! Πάλι!  Μακριά από μένα αυτές οι τύψεις.  Η επιλογή ήταν δική τους κατά βάθος. Θέλω να πιστεύω ότι είχαν την προνοητικότητα να φροντίσουν αυτά τα ζητήματα όσο είχαν το χρόνο να το κάνουν. Σίγουρα δεν θα σκέφτονταν ποτέ πως θα ασχολιόμουν εγώ με τις οριστικές διευθετήσεις!

Η σκέψη αυτή και μόνο με τρόμαξε...Δεν θα ήθελα τέτοιες υποχρεώσεις. Κοντοστάθηκα και γύρισα πίσω. Ο σάκος μου άρχισε να φαίνεται ασήκωτος για τους μυώνες μου. Τακτοποίησα πάλι στη θέση τους τα λάφυρά μου.
Ήταν πιό φρόνιμο να μην υπάρξουν ποτέ ούτε καν υποψίες υποσχέσεων κι ο μόνος τρόπος γι αυτό ήταν να μείνει η εντύπωση πως δεν υπήρξα ποτέ από εκεί περαστικός.