01 Φεβρουαρίου, 2012

Το πέρασμα




Κάθεται αιώνες στο μόνο παγκάκι που 'χει η πλατεία κοντά στη θάλασσα,  με τρόπον ώστε να μην μπορείς από δίπλα του να μην περάσεις. Θέλεις - δε θέλεις θα τονε δεις, θα σου αρέσει ή θα σ' απωθήσει. Ο μόνος φόρος στο πέρασμά σου: δεν μπορείς να τον αγνοήσεις, αν θες την πορεία σου να συνεχίσεις και να φτάσεις κάποτε στη δουλειά σου. Κάτι για εκείνον, αφού ενώπιόν του κοντοσταθείς, πρέπει να πεις. Πρέπει να κρίνεις τη ζωή του. Αμίλητος εκείνος, σαν τη Σφίγγα, στοχαστικός σαν τού Ροντέν το άγαλμα, το πέρασμα σού κλείνει.

Τον λένε άγγελο μερικοί, άλλοι τον λένε τέρας, πολλοί τον έχουν για σοφό, για ανόητο κάτι άλλοι και πάει λέγοντας. Άντε, πες κάτι κι εσύ γι' αυτόν, για να μπορέσεις να περάσεις. Δεν σου ζητάει ποιος είσαι να του πεις, δεν βάζει αινίγματα άλυτα και στοιχήματα ώστε να φοβάσαι μήπως χάσεις. Ο άνθρωπος εκείνος πέρασε τη ζωή του όλη σε κείνη την πλατεία, ακούγοντας για κείνον καθένας τι πιστεύει, ποια είναι η γνώμη καθενός που τον συναντάει.

Τόσον υπομονετικά που έμεινε εκεί επί αιώνες, πάντα μου θύμιζε Εσταυρωμένο Βούδα. Γαλήνιος και υπομονετικός φαίνεται στον κάθε ξένο που θα σταθεί μπροστά του, εικόνα τελειότητας και αιώνιας αρμονίας. Εύκολα του λες πως θες να γίνεις οπαδός του, να γίνεις κι εσύ όπως αυτός. Μα δεν κρατά πολύ η επιθυμία αυτή κι ο θαυμασμός σου: " Ένας δύσμοιρος είσαι!", του λες μόλις δεις τους ήλους στα χέρια του που τον κρατάνε στο παγκάκι ενώ στο μέτωπό του ματώνει ένα στεφάνι.

Είπες την κρίση σου και προχωράς, τρέχεις να φτάσεις στη δουλειά σου. Τον αφήνεις πίσω σου έρμαιο τών όρνεων, γλάρων αθώων που με τα ράμφη τους ψαχουλεύουν βαθιά στα τρυπημένα από τις λόγχες υποχόνδριά του.