12 Ιουνίου, 2011

Λογοτεχνία


Λογοτεχνία: Αν οι συγγραφείς διάβαζαν λιγότερο και οι αναγνώστες έγραφαν λιγότερο...

Κλικ 5


This old heart of mine

                                  

Κρύψε τα μπαλάκια σου




Ο Μακ Κλάουντ, ο γελαδάρης, επέστρεφε στο σπίτι του παραπατώντας ελαφρά, μετά από μια γερή μπυροποσία στο γλέντι που είχε λάβει χώρα στο σαλούν τής μικρής πόλης επί τη ευκαιρία τών εγκαινείων τού πρώτου γραφείου στοιχημάτων για κοκορομαχίες. Μισή ώρα μετά, ήδη κοιμόταν με τις μπότες του κάτω από τα σκεπάσματα.

Μια ακατανίκητη ανάγκη για κατούρημα και οι φωνές τής γειτονιάς τον ξύπνησαν, ένα μόλις μισάωρο αφ' ότου είχε ξαπλώσει. Το δεκάχρονο παιδί τού γείτονα που είχε γεννηθεί ζαβό είχε αρχίσει πάλι να φωνάζει κι οι στριγγλιές του, που ήταν ίδιες με ουρλιαχτά αγριόγατας, είχαν ξεσηκώσει όλα τα σπίτια σε μια ακτίνα 150 μέτρων. Ο Κλάουντ πήγε στο παράθυρο κι αντίκρυσε το ίδιο όπως άλλα βράδια σκηνικό: πυτζαμοπηγαδάκια και φωνές.

-Τι θα γίνει με αυτό το κακόμοιρο το παιδί; Άκου πώς υποφέρει...

-Πάααλι; Δυο νύχτες κοιμηθήκαμε ήσυχοι κι απόψε άντε πάλι ολονυχτία.

-Δύσκολη περίπτωση. Τι τραβάνε κι οι γονείς του! Κι όταν πεθάνουν κι αυτοί, το παιδί αυτό τι θα απογίνει;

-Σκάσε πιάαα! Μα δε θα φωνάξει κανείς το σερίφη να το χώσει στο κρατητήριο γι' απόψε  μέχρι να το "κλείσουνε" κάπου ή να τσακιστούν να φύγουν από δω;

Αυτό το τελευταίο "χτύπησε" άσχημα στο ζαλισμένο γελαδάρη -και πρώην πιστολέρο- ο οποίος δεν πολυεκτιμούσε τους ανθρώπους κι ούτε περίμενε κάτι καλό από αυτούς. Αλλά αυτό το τελευταίο παραπήγαινε. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε, πιο πολύ για να δει ποιός τα 'βαζε με το άρρωστο παιδί και την οικογένειά του. Το να θυμώνεις αντέχεται πιο εύκολα από το να λυπάσαι. Κοίταξε ένα γύρω και ξαναμπήκε σπίτι. Είδε ποιός ήταν ο ...ψυχοπονιάρης που ωρυόταν, τον θυμήθηκε κι από τη φωνή του.

Την επομένη, μπαίνοντας στο σαλούν, περίμενε να ακούσει τη γλοιώδη "καλησπέρα" εκείνου τού σαλιάρη που προσπαθούσε να τον πείσει πως φίλοι είναι οι δυο τους, ντάλε-κουάλε, ρε παιδί μου. Τον πλησίασε και φτύνοντας μες το ουίσκι του, είπε χαμηλόφωνα:

- Θυμάσαι που σου είπα προχτές ότι η γνώμη καθενός είναι σαν τα μπαλάκια που 'χει ανάμεσα στα πόδια, δηλαδή ο καθένας έχει τη δικιά του;

- Ε...και τι θες τώρα, Κλάουντ; Είδα που χτες στραβομουτσούνιασες που με είδες να φωνάζω για το καθυστερημένο. Τι θες τώρα; Τη γνώμη μου έχω κι εγώ και, σαν τα μπαλάκια μου που λες κι εσύ, δε γίνεται να την αλλάξω!

- Πίστευα πως θα πήγαινες το συλλογισμό πιο πέρα, ξέρεις. Τόσα βιβλία έχεις διαβάσει και είσαι, λέει, μορφωμένος!

- Δηλαδή, ποιό συλλογισμό...να τον πάω πού; Η γνώμη μου, τα μπαλάκια μου, και;

- Είναι αυτονόητο φίλε...Τις πιο πολλές φορές τα μπαλάκια σου, νομίζω, τάχεις καλά κρυμμένα. Κοίτα να κάνεις το ίδιο και με τη γνώμη σου για τους αρρώστους.

Δεν ήπιε μπύρες εκείνο το βράδυ ο Κλάουντ. Όπως μπήκε, έτσι κι έφυγε...χωρίς να χαιρετήσει κανέναν.