25 Οκτωβρίου, 2011

Η αντιπαθής κυρία





Στεκόταν η κυρία μερικά μέτρα μακριά από τη βιτρίνα τού μικρού μαγαζιού με τα περίεργα εκτεθειμένα αντικείμενα, τα οποία κακολογούσε και γέλαγε μαζί τους. Έτσι έκανε κάθε φορά που περνούσε από το δρομάκι εκείνο. Αρκετά συχνά συνέχιζε να χλευάζει την πραμάτεια, ακόμα και παρόντος τού ιδιοκτήτη τού ταπεινού καταστήματος. Εκείνος την άκουγε μα, για πολύ καιρό, έκανε πως δεν την προσέχει.

Όσο εκείνος φαινόταν να μη δίνει σημασία τόσο η κυρία πήγαινε δειλά-δειλά πιο κοντά στη βιτρίνα και όλο και πιο ξεδιάντροπα κακολογούσε τα ξύλινα κουκλάκια, τα μικρά κάδρα, τα μουσικά κουτιά, τις ασημένιες αλυσίδες που ήταν εκεί στη βιτρίνα, όλα βαλμένα στη σειρά. Φτηνά τα έλεγε και άσχημα. Δυσφήμιση κανονική:

-Τι άνθρωπος πρέπει να είσαι συ για να πουλάς τέτοιες ασχήμιες; Αυτά που πουλάς δείχνουν πως μέσα σου έχεις κακιά ψυχή και μάλλον με τους ανθρώπους δεν έχεις πολλά νταραβέρια.

-Μαντάμ, από κει μακριά που στέκεσαι, σωστό συμπέρασμα νομίζεις πως θα βγάλεις; Ξέρεις τι λεπτοδουλειά έχει κάθε κομμάτι που βλέπεις εδώ πέρα; Ααααχ...

Ο μαγαζάτορας μετά από κάθε τέτοια στιχομυθία έτρεχε μέσα στο μαγαζί για να προλάβει να εξυπηρετήσει όλη την πελατεία που μαζευόταν  στη διάρκεια τού καυγά. Να, ο ένας ήθελε το ξύλινο ξωτικό, άλλος το ρολόι με τους δείκτες που γυρίζουν ανάποδα, άλλος τη γραφομηχανή που άλλο πλήκτρο πατάς κι άλλο σου γράφει κ.ο.κ.

Όταν η κίνηση έδειχνε να "κάνει κοιλιά", ο έμπορος έβγαινε από το μαγαζί κι έβαζε τις φωνές στη γυναίκα που ήταν έξω:

-Φύγε πια από δω, διαβολογυναίκα...μου καταστρέφεις το μαγαζί. Μαζί μ' αυτό καταστρέφεις και το βιός μου. Ω, τι έπρεπε να βρεθεί μπροστά μου! Φυσικό είναι, βέβαια, ο κόσμος να φεύγει όταν ακούει τις συκοφαντίες σου και τις πιστεύει. Θύματα γίνονται στα ψέματά σου οι ανυποψίαστοι.

Τότε η γυναίκα έβαζε πιο δυνατά τις φωνές και πρόσβαλε, καταριόταν τον άτυχο τον καταστηματάρχη, δυσφήμιζε τα είδη που πουλούσε. Τότε ήταν που έτρεχε πάλι ο μαγαζάτορας να κάνει νέες πωλήσεις. Ο κόσμος μαζευόταν μέσα εκεί και κάτι θα αγόραζε... κάτι τις, έτσι, για να βγει κρατώντας ένα πακετάκι. Ένα πακετάκι που, βγαίνοντας από το μαγαζί, θα το κουνούσε επιδεικτικά κάτω από τα μούτρα τής μεσόκοπης, ξινής, αντιπαθητικής κυρίας.