17 Απριλίου, 2010

Ο κ.Α. και το δόντι τού Χασάν

Σκληρός άνθρωπος ο Χασάν που σου έλεγα, φίλε. Άκου:  Μπορεί να είχε "δεθεί" τόσο στενά με τη μελαγχολική ιδιοσυγκρασία μου αλλά ούτε για μια στιγμή δεν άφηνε να διαφανεί πίσω από το οστεώδες του πρόσωπο κάποια γνωστή σ' εμένα συγκίνηση. Ένα δάκρυ, ένα συννεφιασμένο βλέμμα...Τίποτα!

Ούτε τη στιγμή που το κελί μας  έκλεινε βαριά από νωρίς το βράδυ και, ευνόητο ήταν πως στα κελιά έπρεπε να πέσει άκρα του τάφου σιωπή, ούτε τότε δεν άλλαζε το μαυριδερό του πρόσωπο. Έμπαινε στο κελί μας και με το βιβλίο στα χέρια ξάπλωνε. Τίποτα το σκληρό ως εδώ, θα πεις.

Θυμάμαι, όμως, σαν τώρα πως μερικές νύχτες βασανιζοταν από τους πόνους του, κυρίως από τα χαλασμένα δόντια του και το τραυματισμένο χέρι, κάνοντας όλη νύχτα βόλτες στο κελί. Τον κοιτούσα από τα μισόκλειστα μάτια μου και προσπαθούσα να του αποσπάσω την προσοχή ή και να μάθω μήπως χρειάζεται κάτι. Μόλις καταλάβαινε πως τον παρατηρώ, καμωνόταν πως είχε αϋπνία κι έκανε κανά τσιγάρο. Οι πρώτες αντιδράσεις του ήταν αυτές ώσπου, εγώ ο μικρούλης, στρίμωξα τον ψιλόλιγνο Παλαιστίνιο:

-Γαμώ το, Χασάν, τι στο διάολο έχεις;...Κόφτο πιά το πέρα δώθε και πες μου πιά τι έχεις!

Τη μόνη φορά που με άκουσε και μοιράστηκε τον πόνο του μαζί μου, είπε: "το δόντι μου!"
Αφού τον κατσάδιασα που μου έλεγε για πρώτη φορά τι διάολο τον πιάνει και με άφηνε να σκέφτομαι τις άλλες φορές πως τον πιάναν οι τύψεις (αν θυμάμαι καλά ήταν υπόδικος για κάποια βομβιστική επίθεση στην Ελλάδα, την περίοδο που ήταν φοιτητής στη χώρα μας) αμέσως του πρότεινα να ζητήσει ένα απλό παυσίπονο από τον φύλακα.

-Όχι...όχι! Ο πόνος μου, Α., πρέπει να κρατήσει όσο θέλει Αλλάχ...Εκείνος θα σταματήσει το πόνος.

-Μπας και ντρέπεσαι να ζητήσεις, εσύ  ένας... αγωνιστής, παυσίπονα από τη φυλακή μιάς χώρας που τής ανατίναξες ένα λεωφορείο; Έκανες και μισή δουλειά, κουφιοκέφαλε...και παιδεύεις και μένα με τις τύψεις σου! Έλα, το ΠΑΣΟΚ έχουμε τώρα. Αραφάτ, Αντρέας, φίλοι!

-Ξέρω, Α., φίλοι...όλα αυτά μαζί πάνε. Δε νιώτω καλά. Δεν ξέρω αν Αραφάτ θα έκανε έτσι.

-Έτσι και χειρότερα, κακομοίρη...Σου τελειώσαν και τα τσιγάρα. Άντε, πάρε από μένα ένα, μη  σου κοπανήσω το κλαρίνο στο κεφάλι, να πονέσεις ακόμα πιό δυνατά και να ξεχάσεις τη ρίζα του δοντιού. Ξέρεις πως ο πιό δυνατός πόνος "σβύνει" τον πιό μικρό,ε;

-Ναι...ξέρω. Καλά, καλά...δώσε ένα τσιγάρο και κοιμήσου κι εγώ μετά θα φωνάξω το φρουρό να μου δώσει φάρμακο.

Έκανα πως κοιμόμουν όσο ο Χασάν κάπνιζε το τσιγάρο...

-Άντε, ρε Χασάν...να κοιμηθούμε επιτέλους, είπα βλέποντας το τσιγάρο να τελειώνει και γύρισα πλευρό πάνω στο κρεβάτι βρίζοντας και το Χασάν και τον Αραφάτ ώσπου οι βρισιές μου διακόπηκαν από το ουρλιαχτό του συγκάτοικού μου, ο οποίος είχε χώσει το αναμμένο τσιγάρο μέσα στο στόμα του, πάνω στο σημείο με το απόστημα. Έβαλα τις φωνές βρίζοντας αλλά ο Χασάν, πιό γαλήνιος παρά ποτέ, ήρθε κοντά και μου είπε:

-Σσστ! Πίστεψέ με, Α., έτσι είναι πιό καλά...Έτσι θα έκανε και αρχηγός μου. Είμαι σίγουρος! Αλλιώς δε θα ήταν εκείνος αρχηγός μου...Χασάν,τότε, θα είχε άλλο αρχηγό!