15 Δεκεμβρίου, 2009

Ebb Tide (Άμπωτη)

Άμπωτη

-->

Με πλησίασε σα φωτεινή σκιά θέλοντας ν' αφομοιώσει την ουσία αυτής της ύπαρξης που λογικά και δικαιωματικά θεωρώ δική μου. Προσπάθησα να την αποφύγω στην αρχή όταν, έκπληκτος, παρατήρησα πως μέσα από διαστολές και συστολές, έπαιρνε ξεκάθαρα τη μορφή ενός αγγέλου με θηλυκό φύλο.

Μιλούσε χαμηλόφωνα μια δική της ακατάληπτη γλώσσα που με γέμιζε δέος. Αισθανόμουν ελαφρύτερος, ίσως σε θέση να πετάξω όπως πετούσε κι εκείνη. Οι συστροφές της άρχισαν να γίνονται ταχύτερες και τα μπερδεμένα λόγια της έχασαν κάθε ευκρίνεια. Μου έδιναν τώρα την αίσθηση του γελοίου κι ύστερα έγιναν βουητό το οποίο, μετά από ένα crescendo, διακόπηκε απότομα με ένα δυνατό γδούπο.

Είχε πέσει με τα γόνατα πάνω στο ξύλινο πάτωμα, γελώντας μ' ένα ολοκόκκινο στόμα, ένας πολύχρωμα ντυμένος γελωτοποιός του Μεσαίωνα, κάτι σαν σαλτιμπάγκος. Το δωμάτιο άρχισε ν' αντηχεί ολόκληρο από τα κουδουνάκια που είχε κρεμασμένα πάνω του καθώς αυτός πηδούσε από το πάτωμα στο τραπέζι κι από κει στα άλλα έπιπλα.

Άρχισα να γελάω μαζί του όταν εκείνος γύρισε, με κοίταξε θυμωμένος κι άρχισε να κυλιέται στο πάτωμα μέχρι που χάθηκε μέσα στο αναμμένο τζάκι. Η φωτιά πήρε διαδοχικά όλα τα χρώματα που αυτός είχε πάνω του. Έχασα κάθε ίχνος του. Πρέπει να είχε καεί ολόκληρος.

Κάπου στο πάτωμα γυάλιζε ένα κουδουνάκι που πάνω στις τρέλες του είχε ξεκολλήσει από τη στολή του. Από μια σκοτεινή γωνιά του δωματίου, έξω από το οπτικό μου πεδίο, ξεπήδησε ένα τσούρμο κοριτσάκια κι ένα απ’ αυτά το μάζεψε, κουδουνίζοντάς το.  Ανέβηκε σ’ ένα σκαμνί και μου έδειξε το φεγγάρι που στα νυσταγμένα μάτια μου φάνηκε χάλκινος θρίαμβος: σπάζοντας το τζάμι του παραθύρου μπήκε στο δωμάτιό μου κι ακούμπησε λοξά στον καθρέφτη δίπλα μου.

‘Όταν η λάμψη του έσβησε, βεβαιώθηκα πως είμαι πια μόνος κι η άμπωτη επρόκειτο ν’ αρχίσει…

Ταυτόχρονα ήρθε ο ύπνος. Τόσο ευγενικός και τυχοδιώκτης μαζί, σαν παιδικό παπούτσι παρατημένο ή ελιά στο στήθος σου ξεχασμένη εκ γενετής. Κάποιος μέσα στη νύχτα, απευθυνόμενος στα όνειρά μου, υποκλίθηκε –Αυλαία!- κι εκείνα έφυγαν όλα σκυθρωπά. Ηθοποιοί πίσω από τις κουίντες κρυφά κάπνιζαν τσιγάρα..

Ανάμεσα σ’ όλα αυτά υπήρχε  υπό μορφή κοινού άφώνων θεατών η γαλήνη μου, βαθιά προσωπική, άτρωτο λιοντάρι. Ποιος θα τολμούσε να το ενοχλήσει; Κανείς δεν ξυπνά μια δύναμη που κοιμάται. Απειλούνταν όμως και το ήξερα. Παρ’ όλα αυτά συνέχισα να ονειρεύομαι αμέριμνος. Ίσως υπεραισιόδοξος- Ήττα: είδα το πέτρινο λιοντάρι λαβωμένο στο πλευρό του.

Έπειτα βυθίστηκα μέσα στην επόμενη δίνη εκείνης της νύχτας.


Astrud Gilberto