Σε κάθε μέρος που επισκέπτομαι, βρίσκω μια παραλία, μια θάλασσα χακί, μιά λίμνη, όπου οι άντρες ξεπλένουν τις ζωές τους. Ανάλογα την ηλικία, ανάλογα τα βάσανα και τις ενοχές τους, άλλος βρέχει τα πόδια του στο νερό, άλλος πίνει τη θάλασσα ...
Άλλος καθρεφτίζεται στη λίμνη, παρότι είν' ο πιο άσχημος.
Μέσα σ' αυτά τ' απόνε(ι)ρα κολυμπάνε εφηβείες κοριτσιών-ανύποπτοι κύκνοι, που λάσπης πιτσιλιές δέχονται στα λευκά τους στήθη. Λάσπη μαύρη, λάδι μηχανής...Τι πίκρα, τι κρίμα να χρειάζεται αυτή η πηχτή βρομιά, το άχρηστο λάδι μηχανής, τα σιχαμένα φλόκια, για να πάρει μπρος το θαύμα τού Έρωτος, τής Αναπαραγωγής!
Το θέμα οικείο μού είναι και στο μυαλό μου, ευκαιρίας δοθείσης, βασανίζοντάς με τριγυρνά. Τόσο, που θέλω μακριά από όλα αυτά να μείνω. Χωρίς μεγάλωμα, χωρίς ωρίμανση, θα έμενα ένα νήπιο. Πόσο θα μού άρεσε όμως να στέκομαι σε μια γεφυρούλα, φτύνοντας πάνω από το νερό, ξεγελώντας τα ψάρια που νομίζουν πως ό,τι πέφτει από ψηλά στη λίμνη τους είναι φαγάκι.