08 Φεβρουαρίου, 2012

Ενεχυροδανειστήριο


Το αεράκι έμπαινε από το άνοιγμα που άφηναν, σα φούστα, τα φύλλα τής ντουλάπας και από κάτω προς τα πάνω προχωρώντας, στοίβες χαρτιά ανακάτευε, σημαντικά συμβόλαια μπέρδευε με επιστολές, φωτογραφίες με ενθύμια τής πλάκας.


Το αεράκι που είναι τού αέρα γιός, ένα πονηρεμένο κι άτακτο τσογλάνι, συνέχισε να ψαχουλεύει μες τη ντουλάπα, λες κι ήταν κανενός μουρντάρη χέρι κάτω από τής Μέριλυν το φουστάνι σ' εκείνη την πασίγνωστη πια φωτό.

Τρυφερό δέρμα από τσάντες χάιδευε απαλά, όμως μακριά έμενε από μέταλλα ψυχρά, ρολόγια πανάκριβα γυαλισμένων ρετρό συλλογών, βραχιόλια, βέρες και δόντια χρυσά. Όπου έβρισκε, χωνόταν σα γλώσσα υγρή μες τις σχισμές που έβρισκε ανάμεσα στους φακέλους.


Τέλος, σε μισάνοιχτο πορτοφολάκι που έχασκε στην κορφή τής ντουλάπας απούλητο, κι είχε πιάσει ένα σωρό αράχνες τόσο καιρό, τελική κρυψώνα-καταφύγιο βρήκε τ' αεράκι. Πολλές γωνιές είχε το μέρος μα δεν αξίζαν όλες να σταθείς να τις γνωρίσεις. Στο πορτοφολάκι έμεινε τ' αεράκι και, κάπου κάπου, από κει έκανε σύντομες εξορμήσεις.