25 Ιουνίου, 2021

Βρέχει

Ξαφνικά βρέχει. Και εσύ δεν νοιάζεσαι που μας μουσκεύουν οι στάλες της βροχής τα κεφάλια, κυλώντας ανάμεσα στα αραιωμένα μας μαλλιά... Βρέχει και μουσκεύει το φόρεμα που σου έκανε δώρο η μαμά μας, ενώ συνεχίζεις να εξιστορείς τα ανδραγαθήματα του μπαμπά.

Βρέχει και η βροχή πέφτει πάνω στα άνθη της λεβάντας, αναβάλλοντας την κάθοδό της στο χώμα. Βρέχει και πάνω στα αυτοκίνητά μας που με τις πόρτες ανοιχτές πετούν προς τα μας κακά μαντάτα από τα ραδιόφωνά τους. Τρέχεις να χαμηλώσεις την ένταση και επιστρέφεις.

Βρέχει και όπως ρουφάς την μύτη σου μοιάζεις με μαθητούδι που ζητά ανυπόμονα κάτι να μάθει, κάτι καινούργιο για μένα από μένα. Σώθηκες! Σου μιλώ για την αγάπη που είχε για την ταχύτητα ο Πουτσίνι, δεν σου λέω πως είμαστε χαμένοι, πως από όλα εκείνα τίποτα δεν έχει μείνει. 

Σε απογοητεύω επειδή δεν δράττομαι της ευκαιρίας (ή δεν πέφτω στην παγίδα;) να αρχίσω να μιλάω για τέχνη και για πίνακες, για τόσα μέρη που δεν είδα, για τον φόβο μου πως ως εδώ που φτάσαμε ήταν το γραφτό μας. Βρέχει και σηκώνω το πρόσωπό μου προς τον ουρανό, να δω το φως που παίρνουν οι σταγόνες της βροχής περνώντας μπροστά από τον ήλιο που αρχίζει να ανατέλλει πάλι.


Στον Gabriele D' Annunzio