23 Οκτωβρίου, 2010

Ανία Μεσαιωνική



Το πρώτο φως τού ήλιου έπεσε πάνω στα χαρτιά τής τράπουλας που ήταν αφημένα ακατάστατα στο τραπέζι από τού χτές τη νύχτα, όχι από κούραση ή βαρεμάρα πάντως. Άλλη ιστορία μού είπαν, σε στυλ Μεσαιωνικό.

Τι ηδονή νιώθει αυτός που παίζει παθιασμένα μέχρι που ξάφνου αρχίζει ανήμπορος να βλέπει πως, πάνω στο ξέφρενο παιχνίδι, είναι τα χαρτιά που κάνουνε κουμάντο ενώ τα χέρια του άβουλα εντελώς, απαλά τα βαστούν ή ορμητικά στο τραπέζι τα χτυπάνε.

Οι θεοί τής τράπουλας, τα Ευγενή χαρτιά, απρόθυμα ήταν να παιδεύονται σε παιγνιδάκια ανόητα, ανάμεσα σε φίλους. "Ανία μεγάλη όταν δεν διακυβεύεται καμιά μεγάλη απώλεια!" Θα προτιμούσαν να 'χουνε βρεθεί σ' άλλο τραπέζι, κάπου αλλού στον χρόνο, όπου μονάχα ένας Βαλές θα' φερνε χασούρα δέκα σκλάβων ίσως και τριάντα αλόγων, περιουσίας αληθινής.

Καθώς ήσυχο το παιγνίδι συνέχιζε και τα χαμόγελα δίνανε και παίρναν, μέσα σε κρύα αστεία και φλερτ, μπουκάλια μπύρας, μουσική, δυο Ντάμες βρέθηκαν κοντά η μια στην άλλη και μέσα στην οργή τους ξεστομίσανε λέξεις ανάρμοστες γι' αρχόντισσες. Τι ειπώθηκε δε θα σας πω. Απλά εννοούσαν:  "Ανία μεγάλη όταν δεν διακυβεύεται καμιά μεγάλη απώλεια!" Σ' άλλους καιρούς, δυο απ' αυτές στα χέρια ενός παίχτη θα κέρδιζαν κάστρα ή ένα γάμο μ' άρχοντα.

Πολιτισμένο παιγνίδι παίζανε οι παίχτες. Πείραγμα εδώ-πείραγμα εκεί, κάποιος σηκώνεται να αλλάξει μουσική, άλλος πάει στην κουζίνα, λέει, να φέρει πάγο. Σε λίγο άλλος τεντώνεται, πηγαίνει προς το μπάνιο. Μες τα χαρτιά του έχει τρεις Βασιλιάδες που άρχισαν κεραυνούς να ρίχνουν από την οργή τους. Ευτελισμός ανείπωτος, σε τέτοιο παιγνίδι να' σαι. Κι όχι μονάχα αυτό, αλλά: "Ανία μεγάλη όταν δεν διακυβεύεται καμιά μεγάλη απώλεια!"  Άλλοτε τρεις Βασιλιάδες στα χέρια ενός παίχτη, θα έκριναν τα πάντα. Μια ανάξια ζωή, ενός ασεβή το άθλιο τομάρι.

Όπως και πρώτα είπαμε, τα χαρτιά είναι που παίζουνε, έτσι λέει το παραμύθι. Δεν παίζουνε οι παίχτες. Σαχλαμαρίζουνε αυτοί, λένε πως την ώρα τους περνούν, λένε πως χαλαρώνουν. Καμιά φορά στοιχηματίζουν με φασόλια. Έτυχε τράπουλα κακή, όμως, αυτή τη φορά, τράπουλα με θυμό, τράπουλα κουρασμένη να μοιράζεται ματαίως.

Λένε λοιπόν, πως οπλίστηκαν οι Βασιλιάδες, λένε πως άφησαν για μια στιγμή τής τράπουλας τον κόσμο. Κι ο καθένας τους έσφαξε κι από έναν άθλιο παίχτη κόβοντας στη μέση ξαφνικά το άνοστο παιγνίδι.