16 Σεπτεμβρίου, 2011

Οκτάωρο (τέλος)

                                                                                      Brevitas sapientiae anima est



Την μέρα εκείνη ο Φράκκο έκανε για πρώτη φορά κάτι που δεν είχε διανοηθεί ποτέ πως θα έκανε. Συνήθως, μετά την είσοδό του στο κτίριο, έπαιρνε το ασανσέρ κι έφτανε στον τέταρτο όροφο. Από κει και μέχρι να φτάσει στο γραφείο του, περνούσε από καμμιά δεκαριά κλειστές πόρτες που ποτέ δεν είχε αναρωτηθεί ποιος είναι πίσω τους (αν είναι) και τι κάνει.

Εκείνη τη μέρα τι τον είχε πιάσει; Άνοιξε όσες πόρτες βρήκε στο δρόμο του και πίσω τους -εκτός από δυο εξαιρέσεις- δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά γραφεία και καρέκλες ακατάστατα αφημένα, εγκαταλελειμμένα. Σε ανοιχτή ακρόαση ακούγονταν συνομιλίες τις οποίες δεν παρακολουθούσε κανείς. Έμοιαζαν περισσότερο να παρακολουθούν η μια την άλλη. Λες κι ήταν παιδάκια νηπιαγωγείου που τα είχαν αφήσει μόνα τους. Έκαναν μεν το χαβαλέ τους αλλά είχαν αρχίσει κιόλας να αναζητούν τη δασκάλα τους.

Δεν είδε πουθενά τον Κρόκκο ούτε τον Μπράκκο, τους μόνους με τους οποίους αντάλλασσε καμιά κουβέντα. Δεν είχε επικοινωνήσει μαζί τους τελευταία κι ό,τι μάθαινε το μάθαινε από τις ανακοινώσεις και κοινοποιήσεις που έφταναν σ' εκείνον και πολλές φορές αναιρούσαν η μια την άλλη. Έτσι κι αλλιώς ό,τι ήταν να συμβεί θα συνέβαινε. Και να τον απέλυαν, από κάπου θα το μάθαινε. Προς το παρόν, εφ' όσον ακόμα "χτυπούσε κάρτα" ήταν φανερό πως συνεχίζονταν όλα κανονικά γι' αυτόν.

Πάντως άρχισε κάτι να περιστρέφεται μέσα στο μυαλό του. Αν, σκέφτηκε ...Αν έπαυε να εργάζεται εκεί και κανείς δεν έπαιρνε τη θέση του, ποιά θα ήταν η συνέχεια; Είχε πιστέψει στο ρόλο του, στη χρησιμότητα να υπάρχει μια Υπηρεσία όπως αυτή στην οποία υπαγόταν. Δεν επρόκειτο για μια θέση που είχε δημιουργηθεί για εκείνον. Επρόκειτο όμως για μια θέση που θα μπορούσε να χαθεί από εκείνον.

Πριν γίνει αυτό ένιωσε μιαν ανάγκη, την ανάγκη να κάνει κάτι που "άνθισε τόσο αβίαστα" από την τελευταία συνομιλία την οποία παρακολούθησε. Αυτοί οι συνδρομητές, αυτοί οι λουσμένοι με κρύο ιδρώτα άνθρωποι, οι τρεμουλιάρηδες, οι γεμάτοι σκοτούρες και αναίτια καρδιοχτύπια, οι πότες τής μιας βραδιάς...Αυτοί που είχαν πιστέψει πως η μονότονη παραμονή πάνω στην άκρη τού ξυραφιού ήταν το νόημα τής ζωής και δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ... αυτοί είχαν ανάγκη, ο καθένας τους, όλους τους άλλους. Όχι πως αυτό θα τους έσωζε αλλά θα εγκαινιαζόταν ένα καινούργιο παιχνίδι και κατά συνέπεια καινούργιοι επίδοξοι νικητές τού νέου παιχνιδιού.

Ας συνεχιζόταν έτσι, λοιπόν...ένα νέο παιχνίδι. Τι το καλύτερο για μια τάξη από παιδιά που χαίρονται όταν λείπει η δασκάλα τους αλλά που νιώθουν και ανασφάλεια χωρίς αυτήν;



Τέλος








Σκίτσα



Από τους δρόμους που περνά κανείς
τη βόλτα του κάνοντας το βράδυ
μπροστά στις τζαμόπορτες σταματά
παίρνει πόζες, το ύφος του αλλάζει

Πρώτα ένα σαγηνευτικό χαμόγελο φορά
έπειτα ναζιάρικα ανάβει ένα τσιγάρο
αν είναι γυναίκα τινάζει τα μαλλιά
φιλάρεσκα τις περιφέρειες της κοιτάζει

Έτσι οι άνθρωποι νομίζουν θα ξεφύγουν
πιστεύοντας τάχα πως όταν είναι νύχτα
δε θα συναντήσουν κείνον τον πιτσιρικά
που τους φτιάχνει όλο και πιο αστεία σκίτσα

Κλικ 25