13 Σεπτεμβρίου, 2011

Οκτάωρο (Σ/6)



                                                    Ο πενηντάρης, γρ.#3


Δεν έβλεπε σε τι βοηθούσαν όλα αυτά στην κατανόηση τής ζωής τών μοναχικών υπάρξεων. Τα μοναχικά άτομα ήσαν το ίδιο μπερδεμένα με τα κανονικά, σκεφτόταν ο καταϊδρωμένος υπάλληλος. Μπλέκονταν κι αυτά σε καταστάσεις όπως όλοι, με τη διαφορά πως οι άλλοι, οι μη μοναχικοί, είχαν καθένας πέντε-έξι ανθρώπους να τους παρηγορούν. Να τους λένε πως έχουν δίκιο αυτοί και φταίνε όλοι οι άλλοι: παιδιά, σύζυγοι, μανάδες, μπαμπάδες. Όλος ο κόσμος φταίει όταν υποφέρουν οι νορμάλ ενώ οι μοναχικοί "έκαναν την επιλογή τους...όπως έστρωσαν έτσι και θα κοιμηθούν..."

Ο Φράκκο αντιπαθούσε αυτή τη φράση, νευρίαζε και μ' αυτούς που την έλεγαν. Μοναχικός κι ο ίδιος -και ξέροντας πως η μοναξιά δεν είναι ποτέ μια επιλογή ανάμεσα σε καμιά δεκαριά εναλλακτικών λύσεων αλλά είναι για κάποιους το αναπόφευκτο- θα ήθελε να έβλεπε στα δύσκολα όλους αυτούς τους βαβουρατζήδες. Αυτούς τους καλομαθημένους που κάνουν τους δυνατούς με τις πλάτες τών φίλων τους...Κι ο Φράκκο είχε αποκτήσει φίλους αλλά δεν πολυκαθόταν να ανέχεται τις παραξενιές τους για το νταραβέρι που αποκαλούμε τόσο ευλαβικά "φιλία".

Να διακόψει αυτές τις σκέψεις ήρθε μια συνδιάλεξη που είχε αρχίσει πριν 15' περίπου και που ξαφνικά απογειώθηκε στην ένταση τής φωνής τού ενός από τους συνομιλητές στη γραμμή 3. Εκεί ο στενάχωρος περίπου πενηντάρης φαινόταν να έχει περάσει μια δύσκολη μέρα, στη δουλειά, στο δρόμο, στο σπίτι. Παντού δηλαδή. Αισθανόταν την ανάγκη να πείσει το φίλο του στο τηλέφωνο και, αν γινόταν, να του μεταδώσει λίγο από το μίσος που ένιωθε μέσα του:

-Το πρωί ξυπνάω με τους πόνους στον αυχένα και τους θορύβους από έξω. Ύστερα με πιάνει η άλλη και μού λέει πως έβαλε νέο δάνειο, άλλα 1000. Τον καφέ ακόμα τον κρατάω στο χέρι ενώ ακούω ένα σωρό μ@λακίες. Από την τηλεόραση, το ράδιο...

-Ντου από παντού, ε;

-Μετά, στο δρόμο...να ξέρεις πως τότε θα θυμηθούν να σε πάρουν όλοι οι κα..ηδες. Σχεδόν όλοι. Οι υπόλοιποι θα σε πάρουν όταν έχουν φάει, χέσει...Αλλά στο δρόμο είναι που δεν ξέρεις τι να κάνεις. Αν προσέξεις το τηλέφωνο, θα προλάβει κανένας πακιστανός να σκαρφαλώσει στο αμάξι σου και να αρχίσει να τρίβει τα τζάμια. Δε μπα να φωνάζεις εσύ...αυτός εκεί.

-Καλά ακόμα δε σε μάθανε πως δε γουστάρεις τους ξένους; Τόσα χρόνια περνάς από κει!

-Ακόμα...θα ήθελα να το φωνάξω "Έξω ρέεε! Φύγετε από δω πέρα. Δε θέλω να σας βλέπω, ρέεε". Φοβάμαι μη τσακωθώ με κανένα ουμανιστή, νεγρόφιλο, αλβανόφιλο. Προοδευτικοί τού κερατά...Οι ανθρωπισταί! Μόλις τους ληστέψει κανένας αλλοδαπός τότε συνέρχονται. Ουμανισμός...Εμείς είμαστε οι ξενόφοβοι, κατάλαβες;!

-Ηρέμησε...πού να πάνε κι αυτοί. Ένα χωριό άνθρωποι έρχονται εδώ ανά εβδομάδα, για καλύτερη ζωή.

-Και θα κάνουν χειρότερη τη δική μου;


Ο Φράκκο συνέταξε το ραπόρτο του κι έφυγε από το γραφείο, παίρνοντας μαζί του ένα από τα εισερχόμενα έγγραφα για να το διαβάσει προσεκτικά στο σπίτι. Συζητιόταν, εδώ και δυο μέρες, η διάλυση τής υπηρεσίας λόγω μειωμένης αποδοτικότητας.

Οι πρωτοπόροι

Φυλάξου από τους πρωτοπόρους. Στο τέλος ένα "Δοξάστε με" θα πουν ή ένα "Συγγνώμη".