02 Νοεμβρίου, 2012

Οι μύθοι τους






Αμέσως μετά την επιστροφή μου από το στρατό, λόγω τής μεγάλης φτώχειας τής οικογενείας μου, στράφηκα στην αναζήτηση ενός πλούσιου γάμου που θα με έβγαζε από τα χρέη που είχε φορτωθεί το σπιτικό μου. Στην μικρή πόλη μου, αν και ακόμη τότε οι διαβάτες περπατούσαν σε χωματόδρομους και η κοινωνική ζωή περιοριζόταν γύρω από δύο μεγάλα ζαχαροπλαστεία, μια χαρτοπαικτική λέσχη κι ένα μπορντέλο, ήταν εύκολο τα χρέη μιάς μικρής κακοδιαχείρισης  να γίνουν βάσανο που θα σου στοιχειώσει όλη τη ζωή.

Τεχνηέντως και χωρίς να δώσω στόχο, κατάφερα να κάνω μόνο "καλές" παρέες δηλαδή παρέες με ευκατάστατους νέους, κυρίως κοπέλες. Η πιο στενή μου παρέα ήταν δυο αδελφές, κόρες δίδυμες τού ζεύγους Σπέκου, ενός καλλιεργημένου αντρόγυνου που η καταγωγή τους, όπως λεγόταν, ήταν Μικρασιατική. Εκείνοι ούτε το επιβεβαίωναν ούτε το διέψευδαν. Σύντομα είχα γίνει σημαντικός οικογενειακός φίλος γι' αυτούς και υποψήφιος γαμπρός. Αυτό που έμενε να μάθω ήταν ποιά από τις δύο θα παντρευόμουν.

Αξιαγάπητες κι οι δυό, με σχεδόν τα ίδια προτερήματα κι ανύπαρκτα ελαττώματα έμοιαζαν να με θέλουν για σύζυγο χωρίς όμως να ανταγωνίζονται η μια την άλλη. Με το πέρασμα τών ημερών έμαθα πως αυτά που μόλις ανέφερα -δυστυχώς- ήταν η μόνη τους προίκα. Όλα τα υπόλοιπα ήταν φήμες που πιθανόν διοχέτευε η μητέρα τους. Η μόνη περιουσία τους ήταν μια καδένα ανά αδελφή. Είχαν φτάσει στις νεαρές, γενιά τη γενιά, από τον 17ο αιώνα. Μάλιστα μια παράδοση ήθελε οι αλυσίδες να θάβονται μαζί με τις γυναίκες που τις φορούσαν εν ζωή.

"Μα τότε...πώς και τις φοράτε εσείς, εφ' όσον, λογικά, θάφτηκαν μαζί με όποιον τις πρωτοφόρεσε;" ρώτησα.
"Υποτίθεται πως όταν αυτές που τις φορούν πεθαίνουν, πάντα μετά από τα τρία χρόνια, κάποιος βγάζει από το φέρετρο τις αλυσίδες και τα παραδίδει στα επόμενα θηλυκά τής φάρας... Μάλιστα, τώρα που έτυχε να "πέσουν" σε δυο δίδυμα πλάσματα, σημαίνει πως πρέπει στο εφεξής οι καδένες να θαφτούν μαζί..."

Πέρασαν σχεδόν δυο χρόνια όταν η μια από τις δίδυμες, που εν τω μεταξύ είχε γίνει γυναίκα μου, σκοτώθηκε πέφτοντας από το άλογό της. Η οικογενειακή ατυχία συνεχίστηκε με το θάνατο και της άλλης κόρης, από άγνωστη αιτία. Μού ήσαν αγαπητές και οι δυό και συχνά ψαχούλευα στα πράγματά τους ώσπου μια μέρα θυμήθηκα τις καδένες τους που τόσο είχα θαυμάσει και που υπέθεσα ότι ήσαν θαμμένες με τα άψυχα σώματα τών δύο κοριτσιών με τη μέριμνα τής μάνας τους. Εγώ σαν δειλός χαρακτήρας δεν είχα διόλου αναμιχθεί.

Ανάρμοστο θεώρησα από την πλευρά τής μητέρας τους το γεγονός ότι μια μέρα ενώ ετοιμαζόταν να βγει από το σπίτι, γύρω από τους γοφούς της φορούσε τις δυο καδένες, ενωμένες μεταξύ τους, ώστε να περιβάλλουν τον ευμεγέθη, λικνιστό πισινό της - ήταν ακόμη γύρω στα 45 και ήθελε να τραβά την προσοχή τών αντρών. Ακόμα κι ο γέρο-Άργος, σκύλος προχωρημένης ηλικίας, ακούμπησε το κεφάλι στο χαλί μελαγχολικά, θυμάμαι. Σίγουρα και αυτός αηδίαζε μπρος στο θέαμα τού τουρλωτού πισινού. Από την άλλη, στο διπλανό δωμάτιο, ο άντρας της έμενε σκεπασμένος μέχρι το κεφάλι και με φώναζε να πάω να τον τρίψω χαμηλά στη ράχη, να νιώσει λίγο ωραία. Αστείο; Ίσως, αλλά έτσι είχα απαλλάξει την οικογένειά μου από τα χρέη της κι ας έκαναν τους "μη μου άπτου"... τάχα δεν ήθελαν τα "ξένα λεφτά".

Μια τών ημερών που ο γέρος, εγώ κι ο σκύλος ήμασταν αναποδιασμένοι, τής έκανα μια επίθεση, αρκετά έντονη, σχετικά με τις καδένες που τις φορούσε συνέχεια πάνω από τον πισινό της λες κι ήταν κάνα ψευτόπραμμα τής λαϊκής. Απάντησε με αναίδεια κι έλλειψη σεβασμού για τον άντρα της, πετώντας τις καδένες από πάνω της, μπροστά στα πόδια μου. Ένιωσα το μέταλλο ζεστό καθώς το μάζεψα από κάτω ενώ η πεθερά μου έφευγε και είδα για τελευταία φορά την πλάτη της. Ο γέρος έχωσε πάλι το κεφάλι κάτω από την κουβέρτα κι έκλαιγε που είχε χάσει όλες τις γυναίκες τής ζωής του. Τού έτριψα λίγο τη ράχη και το στήθος, πράγμα που τον ηρέμησε και κοιμήθηκε.

Οι αποσκευές μου ήταν έτοιμες σε μισή ώρα και μετά από μια ώρα βρισκόμουν στο κοιμητήριο μισομεθυσμένος από μισό μπουκάλι κρασί πιωμένο βιαστικά. Όλες οι κακές στιγμές που είχα περάσει στο σπίτι τών Σπέκων, η υποκρισία τής μάνας, η αδυναμία τού πατέρα και το ανούσιο τής ζωής τών διδύμων που πλασσάρονταν για πλούσιες κόρες...Οι καδένες που πραγματικά ήταν εκτυφλωτικά όμορφες για μένα, σκέφτηκα, ήταν τάχα τού 17ου αιώνα ή κι αυτό ήταν ψέμμα;

Οι άνθρωποι είναι ευτελείς κι ίσως ό,τι απέμεινε κι αξίζει είναι οι μύθοι τους. Θυμήθηκα τα λόγια τών κοριτσιών - ένα από αυτά είχε υπάρξει γυναίκα μου κι ας μη θυμόμουν ποια. Ο μύθος έλεγε πως οι καδένες έπρεπε να ταφούν μαζί με τα κορίτσια. Πού τέτοια υπομονή! Όσοι έχουν ψάξει σε κοιμητήριο για αγαπημένο πρόσωπο γνωρίζουν πως μοιάζει ο νεκρός να παίζει κρυφτούλι μαζί σου - δεν θέλει να τον βρεις. Έσκαψα ένα λάκκο για τις καδένες και με κάποια συγκίνηση τις έβαλα μέσα.

Ένιωσα πολύ καλύτερα και ξεκίνησα για το κέντρο τής πόλης, στο λιμάνι. Από ένα λιμάνι αρχίζεις πολύ συχνά ένα άλλο επεισόδιο στη ζωή σου κι η μυρωδιά τής θάλασσας σου δίνει την αίσθηση ενός θαρραλέου ξανοίγματος.

.When.



Πότε θα σε δώ πάλι;  Ή να αυτοχειριαστώ;