09 Αυγούστου, 2010

Ο Ρόκκο

Ο Ρόκκο ήταν ο χαζός τής παρέας τών λίγων εφήβων τού μικρού ορεινού χωριού τής Καλαβρίας όπου πέρασα τα πρώτα χρόνια τής ζωής μου και που έκτοτε συνέχισα να επισκέπτομαι τα καλοκαίρια. Το θέμα με τον Ρόκκο ήταν όχι τόσο το ότι δεν ήταν έξυπνος αλλά το ότι έδινε την εντύπωση πως ήταν πολύ χαζός. Ίσως έφταιγε η ομιλία του, ίσως τα πολύ χοντρά γυαλιά του και τα αλλοπρόσαλλα χρώματα τών ρούχων του.
Όταν έφτασε η εποχή να "επισκεφτεί" κι αυτός γυναίκα, όλοι είδαν το θέμα σαν πρώτης τάξεως ευκαιρία για το πολύ γέλιο.
Μιλάμε τώρα για το 1968-1969. Μην πάει κανενός ο νους σε εποχές με μπλογκ, φεησμπουκ, τσατ κι άλλες αηδίες. Αντί για όλα αυτά, τότε ο έφηβος περίμενε τη μέρα που θα επισκεφτεί τη "μινιόττα" τού χωριού η οποία, όταν δεν έκανε τη δουλειά αυτή, συγχρωτιζόταν με τα άλλα κορίτσια τής ηλικίας της χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα. Ήταν κοινό μυστικό ποιό "έργο" είχε επωμιστεί η εκάστοτε μινιόττα. Ή -μάλλον- δεν ήταν καθόλου μυστικό. Όπως δεν ήταν μυστικό και το ποιανού είχε έρθει η σειρά να "πάει" a donna...
Έτσι, υπήρχε αρκετός κόσμος στο χωριό που δεν περίμενε τίποτα άλλο παρά το αποτέλεσμα τής επίσκεψης τού Ρόκκο στην τότε "μινιόττα" -δε θυμάμαι πιά πώς την έλεγαν. Εκείνη τη μέρα στο χωριό, σε όσα σπίτια άναψε, η τηλεόραση δεν είπε τίποτα το αρκετά ενδιαφέρον. Όλοι περίμεναν πότε θ' αρχίσει η καζούρα κι ο Ρόκκο από το πρωί κρατούσε το προφυλακτικό στο χέρι, περιμένοντας το απογευματάκι. Η παρέα ήταν πανέτοιμη κι είχε αρχίσει να...χρεώνει με αποτυχία το Ρόκκο.
Το επίμαχο μισάωρο που ο έφηβος πήγε να γίνει "άντρας" ετοιμάσαμε μια υποδοχή ...ηττημένου και καθισμένοι στην άκρη τής πλατείας περιμέναμε.
Από μακριά φάνηκε να έρχεται ο Ρόκκο με ταχύ βήμα και τραγουδώντας από τη χαρά του. Η παρέα δεν κατάλαβε πως η επιχείρηση είχε πετύχει κι άρχισε το δούλεμα. Εξοργίστηκε ο επιτυχών και πλησίασε ανεμίζοντας το πλήρες περιεχομένου προφυλακτικό, να δείξει πως τα κατάφερε. Αυτό ήθελε μόνο αλλά καθώς η καζούρα, αντί να κοπάσει κλιμακωνόταν, άλλαξε κι αυτός σχέδια: Γεροδεμένος και δυνατός καθώς ήταν δε δυσκολεύτηκε να πιάσει έναν από τούς χλευαστές και να τού χώσει όλο -μα όλο- το προφυλακτικό στο στόμα.