16 Νοεμβρίου, 2011

Νομάδες

Ο αέρας μπήκε από το παράθυρο τού υπνοδωματίου, ζεστός, απρόβλεπτα βαρύς κι ανακάτεψε τη μυρωδιά τού ξύλου με εκείνες τών σιδερωμένων σεντονιών. Μύρισε και το βερνίκι που είχε πριν πολύ καιρό περαστεί πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Στο σαλόνι η μελαμψή κοπέλα καθόταν σε μια κουνιστή καρέκλα με όλο αυτό το άρωμα τής νοσταλγίας να μαζεύεται μέσα στο στήθος της.

Το λευκό γέρικο αφεντικό, που είχε γίνει κι άντρας της, είχε πάψει πια να αναπνέει. Κάτι την ανάγκασε να σηκωθεί και να πάει μέχρι το μπαλκόνι. Από κει αντίκρισε την μεγάλη έρημο τής Αφρικής, αντί για το μεγάλο πάρκο με τις λευκές κυρίες στους περιπάτους τους που τίναζαν πέρα-δώθε τις βεντάλιες τους. Νομάδες περνούσαν στον ορίζοντα κι εκείνη έβαλε μια φωνή μπας και την ακούσουν.








Amarcord