18 Ιουλίου, 2012

Αμνησία




Θυμάμαι πολύ λίγα, θυμάμαι... 
πιο πολύ θυμάμαι πως όλοι 
εδώ και πέντε μέρες 
ή πριν τριάντα χρόνια 
μού λένε πως πια τίποτα δε θυμάμαι.


Κι όμως θυμάμαι κάτι που 'γινε πριν λίγες μέρες 
-δεν πρέπει να 'ναι πάρα πάνω, ε;- 
ήμουν μια κοπέλα δεκαπέντε χρόνων  
όταν γνώρισα τον μπαμπά μας, 
ένα όμορφο μελαχρινό αγοράκι 
που με κουνούσε ενώ καθόμουν ντροπαλή 
πάνω στην μικρή κούνια τού κήπου. 


Τον γκρέμισαν μετά τον κήπο. 
Όλο εκείνο το μέρος έπεσε,
άνοιξαν μια τρύπα κάτι μικρά ανθρωπάκια...
παιδάκια, κάνουνε ζημιές και τώρα. 


Κάνει μαζί τους κι ο μπαμπάς ζημιές, χι χι


Για τον κήπο δεν μπορώ πολλά να θυμηθώ
είμαι χαρούμενη όμως γιατί γύρισαν αυτοί που είχαν φύγει
για Γερμανία, Αυστραλία, Αμερική


Στην ταράτσα στον Προφήτη Ηλία  μαζευόμαστε
πιά δεν θυμόμαστε  
καμία έννοια ή δυστυχία
Κάθε βράδυ έρχεται κάποιος από τα παλιά 
και δίνει το παρόν
Απόψε λέει θα 'ρθει κι ο μπαμπάς μας
εκείνο τ' όμορφο αγόρι το μελαχρινό 

Μονόλογος



Ο ...Μίμης ο σιδεράς (ή θερμός Πάολο ή...ή....) αφηγείται, υπό μορφήν θεατρικού μονόλογου, ένα σύντομο διήγημα τού Άρθουρ Κόναν Ντόυλ. Πολύ τσιγάρο...κάπνα...<3
Πέρασαν τα χρόνια.