17 Αυγούστου, 2010

Επιστροφή


Φτάνοντας στης πατρίδας σου τη γη, βιαστικά έβγαλες το πουκάμισό σου κατά πως κάνει ο φλογερός ο εραστής και το στέρνο ακούμπησες στην καλοκαιρινή αποβάθρα.

Εκείνη σ' αγκάλιασε γλυκά κι ύστερα σ' άφησε να τρέξεις σα μικρό παιδί που χαϊδεύει από περιέργεια τα απόκρυφα των αγαλμάτων κι ανέμελα βουτάει στα συντριβάνια.

Το βράδυ όλα μοιάζαν να έχουν γίνει από λαγνεία, είχες ώρες που ερωτοτροπούσες μέχρι που, ιδρωμένος κι ένοχος, πεθύμησες γυμνός να εξομολογηθείς.

Τι ακόμα ώφειλε το στόμα σου να δώσει, παρά ένα φιλί, από κείνα τ' απατηλά τής προσωρινής επιστροφής;