04 Φεβρουαρίου, 2015

Κέντημα




Στην όχθη τού ποταμιού, αργά το βράδυ, ζωντανεύουν οι πόθοι. Κάθε κορίτσι ξαπλώνει, τσιρίζει με νάζι, νωχελικά τεντώνει τη ράχη. Στα δέντρα τραγουδάνε κλωστές γαλανές που πάλλονται και λάμπουν. Τα πουλιά στα κλαδιά οσμίζονται έναν έρωτα - κεραυνό. Υψηλές ζωές, λες. Έωλες.

Δεν υπάρχει έρωτας, άλλοι λένε...Δεν υπάρχει αγάπη, λένε οι ρίζες και το χορτάρι, οι σκώληκες, οι χαμηλές ζωές. Πεζές.

Τα ακούει η Αλίκη όλα αυτά και γυρίζει τρομαγμένη να κρυφτεί στο παραμυθόσπιτο που έχει χτισμένο μες το κέντημα, σε τόπο δυσπρόσιτο. Μετράει πόση κλωστή έχει η εικόνα που βλέπει γύρω, σε όλες τις διαστάσεις. Με μια μεζούρα, κάτω από τη λάμπα, περνάει τη νύχτα. Τη μέρα όμως τη βλέπεις εκεί, στο παράθυρό της να λογαριάζει:

Τόσος ο κόσμος της...τόση η κλωστή.