04 Νοεμβρίου, 2013

Σκύλαρος





Όποιος πληρώνει, ξέρει...Έχει και ψιλά πάντα μαζί του, για να επιστρέφει ρέστα. Ειδάλλως μπορεί να σε κεράσει έναν καφέ ώστε να του επιστρέψουν κέρματα.
Κανένας δεν κοιτά αυτόν που πληρώνει, όλοι προσέχουν το μαγαζί:
Μήπως κλείσει, μήπως δεν θα 'ναι αυτό που είναι, μήπως δεν θα είναι καθαρό;

Είπα να μείνω με την ίδια εικόνα στα μάτια, για να γίνω πιο ανθεκτικός στην αδικία. Γέρνω το σώμα μου ώστε να βγάζω το κεφάλι μου από το παράθυρο. Δεν μου αρέσει η μελαγχολία, μα αν εσύ τη μισείς τότε θα την αγαπήσω...και θα ευχηθώ να βρέξει. Σε βλέπω εκεί έξω, να γίνεσαι μούσκεμα.

Δυστυχώς, σε λίγο σταματά η βροχή. Δε βρέχεσαι πια, αρχίζεις να στεγνώνεις. Χαμογελάς κιόλας!
Τεράστιος σκύλος ήθελα να γινόμουνα και να πηδούσα από το παράθυρο τού μαγαζιού, να σε πάρω από πίσω στο κατόπι. Να μαζευτούνε όλοι να χαζέψουν, να δούνε την κατάληξή σου, που σε δαγκάνει και σε τσαλαπατάει ο σκύλαρος. Κι εκεί που θα ήλπιζες, προς στιγμή, πως ήσυχο θα σε παρατήσω, τότε πάλι να άρχιζε δυνατή βροχή να πέφτει.