28 Ιουλίου, 2012

Το εργοστάσιο κοντά στην παραλία




Ένας κρότος, σαν τον κρότο που ακούμε όταν πολλά κιλά δυναμίτη "πάρουν την εντολή τους", με έκανε να ξυπνήσω απότομα εκεί που βρισκόμουν ξαπλωμένος. Με τα μούτρα να ακουμπάνε στην άμμο και με τα πόδια απλωμένα ίσαμε ένα μέτρο μέσα στη θάλασσα, ήμουν ένας χαρακτηριστικός ναυαγός για όποιον θα τύχαινε να περνά από κει. Πολλή ησυχία πάντως τριγύρω...τριγύρω από πού όμως; Το "πού-είχαμε-βρεθεί", δεν το μάθαμε ποτέ. Εγώ δεν το έμαθα, πόσο μάλλον οι άλλοι τρεις που ήταν μαζί μου.

Ένας ναυαγός...Γκάλλιβερ...ένιωθα μια τάση να θέλω να καθαρίσω -να απολυμάνω, μάλλον- το στόμα μου. Μια γεύση από λίπος είχε πλημμυρίσει το στόμα μου, τη μύτη μου και προς τα κάτω τον οισοφάγο μου. Θύμιζε το λίπος που, στα χρόνια τής φοιτητικής αθωότητας κάθε γιατρού, προκαλούσε μια ισχυρή αηδιαστική συναισθηματική συνιστώσα για το ανθρώπινο σώμα. Αυτά τα λιπαρά έλιωναν με το πέρασμα τών ωρών πάνω στο ανατομικό τραπέζι... Γιατί να μακρηγορώ; Ένιωθα σαν να είχα καταπιεί το προϊόν μιας συνήθους λιπαναρόφησης: λίγο αίμα, πολύ λίπος.

Πριν τρεις νύχτες, εγώ και άλλοι τρεις είχαμε φτάσει στην αμμουδιά εκείνη με μια μικρή ξύλινη βάρκα που μετά δυσκολίας μάς είχε μεταφέρει από το βυθιζόμενο καράβι μαζί με δυο τρεις βαλίτσες (ό,τι πρόλαβε ο καθένας πήρε) μονάχα, τις οποίες μόλις συνήλθαμε ανοίξαμε. Η κακοτυχία, ο πανικός, δεν ξέρω τι είχε φταίξει αλλά οι βαλίτσες που είχαμε, και σαν βασικό εφόδιο θα είχαμε, περιείχαν: ρούχα θερινά, ομπρελλίτσες για τον ήλιο, μια εξάδα μαγιώ, φιαλίδια με εκχυλίσματα αντιγηραντικά, με βότανα κατά τού υπερβολικού μαυρίσματος, αφροδισιακά λάδια και μια σεβαστή ποσότητα "χαπιών τής ευτυχίας" και "ελιξηρίου τής επιβίωσης". Τρόφιμα πουθενά...πουθενάαα! Και να σκεφτεί κανείς ότι είχαμε ξεκινήσει με κασόνια γευστικά τυριά, κρέατα, αλλαντικά... Καυγαδίσαμε άσχημα το πρώτο βράδυ -Τι να το κάνω εγώ το χάπι τής ευτυχίας, χωρίς φαγητό;...-Βάλε το εκεί που ξέρεις! ...-Αν δεν σκεφτώ εγώ για όλα, ανίδεοι...

Ήδη, το πρώτο πρωί, είδα πως ο ένας από τους τρεις άλλους είχε προφανώς αποφασίσει να εξερευνήσει το μέρος και να βρει μια πορεία μόνος του. Δεν είχε πάρει τίποτα μαζί του ούτε καν λίγα χαπάκια τής ευτυχίας. Ίσως να φοβήθηκε μήπως ξυπνήσουμε ή έφυγε βιαστικά. Ο Παύλος δεν ήταν ποτέ ο τόσο επιστήθιος φίλος μου και, για να πω την αλήθεια, δεν ταίριαζε και τόσο στην παρέα μας εξαιτίας τού κόμπλεξ που είχε..."εγώ ένας φτωχός φοιτητής μαζί σας, πφφφ!". Το λοιπόν...Ας πήγαινε στο καλό!

Κάτω από τις ίδιες συνθήκες, το επόμενο πρωί, είδαμε πως και ο Πέτρος είχε την έμπνευση νυχτιάτικα να ξεκινήσει τη δική του μοναχική πορεία. Γύρισα στον Ματθαίο (τον μόνο εναπομείναντα) και τού λέω:
-Βέβαια...άλλος ένας που, καθώς φαίνεται, πίστευε πως δεν πολυταιριάζουν τα χνώτα μας. Βέβαια ...αυτός -σε αντίθεση με τον Παύλο- είχε πάντα να λέει πως, με την οικονομική κατάσταση τής οικογένειάς του, είχε τη δυνατότητα να σπουδάσει σε κάποιο σπουδαιότερο πανεπιστήμιο... πιθανόν και η παρέα μας να τού φαινόταν κάτι σαν στενό σώβρακο που τον εμποδίζει να τού σηκωθεί...

-Σκεπτόμενοι άνθρωποι...ό,τι νομίζουν είναι σεβαστό. Λίγο τραβηγμένα αυτά που λες...αν δεν τούς άρεσε η παρέα, δεν θα ήταν τούτη η καταλληλότερη στιγμή για να το καταστήσουν σαφές! Για να είμαι ντόμπρος, θα σου πω ότι κι εγώ έχω την αίσθηση πως δεν κολλάω μαζί σας. Μπορώ και σπουδάζω στο περίφημο πανεπιστήμιο με σας, την ίδια επιστήμη με σάς, αν και είμαι ένας μαύρος. Απλώς ο πατέρας μου, σε κάποιο μέρος στην Αφρική "βγάζει λεφτά με περίεργο τρόπο", θα σκέφτεσαι...Πάντως, κατά τα άλλα, χωλαίνει η θεωρία σου. Παράξενο πολύ είναι και το ότι δεν πήραν μαζί τους καθόλου χάπια τής ευτυχίας και το άλλο, το ελιξήριο...Αυτοί είχαν μεριμνήσει να τα προμηθευτούν, οι δυο φευγάτοι...δεν είναι λογικό. Εσύ πώς κοιμήθηκες, αυτές τις δυο νύχτες;

-Ύπνος με διακοπές, ξυπνούσα με μια γεύση σαν από λαρδί και ξέπλυνα αρκετές φορές το στόμα μου με θαλασσινό νερό. Δεν θα τον έλεγα "ύπνο" αυτόν...

-Δυο τρεις φορές σε είδα κι εγώ να πηγαίνεις πάνω κάτω. Από τις φορές που ξύπνησα, τουλάχιστον τις μισές σε είδα ξύπνιο. Κάποια στιγμή σε είδα διπλό. Φαινόταν όντως σαν να πλένεις το στόμα σου...σού φώναξα κιόλας αρκετές φορές αλλά ο αέρας φυσάει πολύ δυνατά εδώ. Ας πέσουμε για ύπνο απόψε, έτσι κι αλλιώς οι δυο μας μείναμε. Δεν σχεδιάζεις να φύγεις κι εσύ απόψε...χε χε...αν φύγεις, άφησέ μου τα χάπια, ε; ο.κ.; Πάρε τα μισά μόνο...

Αν υποθέσουμε πως την νύχτα που ακολούθησε τα μάτια μου δεν με γέλασαν, τότε, περίπου στη μέση τής νύχτας, τέσσερις ψηλόσωμοι και πολύ μυώδεις αγριάνθρωποι ήρθαν και έσκυψαν πάνω από μένα και τον συν-ναυαγό μου, προφανώς συγκρίνοντάς μας. Εκείνος κοιμόταν κι εγώ προσποιήθηκα το ίδιο ενώ σαν λάμψη σκέφτηκα πως ο πρώτος που χάσαμε ήταν ο πιο παχύς από όλους. Ύστερα ερχόταν ο Πέτρος και ύστερα, ευτυχώς, ο μαύρος ο Ματθαίος. Τον οποίον και σήκωσαν οι τέσσερις και τον πήραν μαζί τους, αφού τον φίμωσαν κι αναισθητοποίησαν. Έμεινα να κάνω τον κοιμισμένο. Από μακριά ακούστηκε πάλι εκείνος ο δυνατός κρότος, σαν να μού έδινε το GO κι άρχισα να τρέχω.

Τράβηξα νότια ενώ στον αέρα απλώθηκε πάλι πηχτή εκείνη η ταγγή μυρωδιά. Βρέθηκα σε μια μεγάλη κοιλάδα όπου είδα να "βόσκουν" δεκάδες από εκείνους τους ψηλούς που άρπαξαν τούς συν-ναυαγούς μου. Άρχισε να ξημερώνει για τα καλά. Τόσο που διέκρινα στο δρόμο μεταλλικές πινακίδες χωρίς να διακρίνω τι είναι γραμμένο πάνω τους. Μετά από λίγο διάβαζα - αηδιασμένος από την οσμή εκείνη: "ARBEIT MACHT FOIE GRAS".
Το βέλος έδειχνε την κατεύθυνση...Εγώ φυσικά το έβαλα στα πόδια τρέχοντας μακριά από κει.