22 Ιανουαρίου, 2010

Πρατήριο βενζίνης

Δε μου φεύγει από το μυαλό πως όλα μου τα προβλήματα, όλα τα παράξενα που μου συνέβησαν, είχαν κάποια σχέση με την ατυχία εκείνης της νύχτας που, βρίσκοντας κλειστό το συνηθισμένο μου γνωστό βενζινάδικο, αναγκάστηκα να κάνω τον ανεφοδιασμό μου σε κάποιο άλλο. Ασήμαντο θα ακουστεί αλλά αυτό το μόνο εκτός προγράμματος συμβάν θα σας εκπλήξει με το πόσο άλλαξε τη ζωή μου, ίσως και για πάντα.

Η υπερπρογραμματισμένη μου καθημερινότητα που εκτυλισσόταν χωρίς απρόοπτα (δουλειά  9-3, φαγητό στο σπίτι, ξεκούραση μέχρι τις 7, τυπικές κουβέντες  με τη μάνα μου και τη μικρή μου αδελφή και γύρω στις 9 ντους κι ύστερα έξοδος με προρισμό και ωράριο στερεότυπο, για την ακρίβεια με μικρές παρεκκλίσεις) ήταν γραφτό να μείνει θαμπή ανάμνηση.


Στη δίψα της περιέργειάς σας σπεύδοντας,  δεν φρόντισα να συστηθώ: Κωνσταντίνος Λ., τέως υπάλληλος τραπέζης, ετών 30 και άγαμος. Είπα και πιό πριν πως έμενα, μετά τον προ ενός έτους θάνατο του πατέρα μου μαζί με τη μητέρα μου και την κατά 15 χρόνια μικρότερή μου αδελφή. Η οικονομική μας κατάσταση ήταν πολύ ανώτερη του μέσου ανθρώπου. Εξάλλου γι' αυτό και μπορούσα να εξασφαλίσω στον εαυτό μου μερικά πράγματα που λαχταρούσα όπως ένα αυτοκίνητο, τρία κουστούμια , μια  πλούσια βιβλιοθήκη με πολλά βιβλία.

Είχε μεγάλη σημασία γιά μένα να ακολουθώ τη μόδα κι ακόμα μεγαλύτερη σημασία να την ακολουθώ σωστά. Όσο γιά την κατάρτισή μου πιστεύω πως ήταν πιό σεβαστή η δική μου γνώμη παρά η γνώμη πολλών παλαιοτέρων στελεχών της τράπεζας . Ήταν κι αυτός ένας λόγος που συγκέντρωνα το θαυμασμό και ίσως τη ζήλια των άλλων. Αυτό μου εξασφάλισε αρκετές επιτυχίες με το ωραίο φύλο αν και σύντομα οι σχέσεις αυτές κάπου δεν λειτουργούσαν πιά, ας το θέσουμε έτσι. Όλες κάποια στιγμή έφευγαν σαν κάτι να τις είχε φοβίσει, ίσως η κατωτερότητά τους σ' όλους τους τομείς.

Όλα αυτά με έκαναν ένα ευτυχισμένο νέο άνθρωπο που δεν του έλειπε τίποτα κι ίσως είχε πολύ περισσότερα πράγματα από όσα χρειάζεται. Αυτό κράτησε, αγαπητοί μου ζηλόφθονοι φίλοι,  μέχρι εκείνη την άτυχη νύχτα που σταμάτησα γιά βενζίνη σ' εκείνο το πρατήριο της BEHELL. Εκεί πιστεύω πως "πήρα την κλειστή στροφή" και μπήκα στη συναισθηματική κατάσταση που σε κάνει να σκέφτεσαι πως το νευρικό σύστημά σου είναι έτοιμο να αρχίσει να αντιδρά ανορθόδοξα. Ένα ασήμαντο θέμα -όπως η δίλεπτη εξέταση του χαρτονομίσματος των 50 ευρώ που έδωσα στον Πακιστανό υπάλληλο του πρατηρίου- πυροδότησε ένα πολύ αρνητικό συναίσθημα βαθιά μέσα μου σε τέτοιο βαθμό που ήμουν έτοιμος να του επιτεθώ λεκτικά. Έκτοτε δεν ξαναπήγα από εκεί αλλά λες και εκείνα τα 40lt βενζίνης την είχαν κάνει τη ζημιά τους...όχι στον κινητήρα αλλά στη ζωή μου την ίδια που από τη μέρα εκείνη περιπλεκόταν όλο και πιό πολύ.

Στο γυρισμό μου στο σπίτι, αργότερα, ήμουν τόσο εξουθενωμένος που  ανέβηκα την εσωτερική σκάλα, άνοιξα την πόρτα του δωματίου μου και γιά πρώτη φορά έπεσα με τα ρούχα στο κρεβάτι, έτοιμος να κοιμηθώ. Ματαίως προσπάθησα γιά δυο ώρες στριφογυρίζοντας και τσαλακώνοντας τα ρούχα μου. Κάθε τόσο αποσπούσε την προσοχή μου κάποιος θόρυβος και τέντωνα τα αυτιά μου για να εντοπίσω από που έρχεται χωρίς να καταφέρω τίποτα άλλο από το ακούω την αδελφή μου να μιλάει στο τηλέφωνο, στις 2 τη νύχτα. Γελάκια και μερικές πρόστυχες λέξεις ήταν όλα όσα άκουσα. Μα αυτή μέχρι προχτές που τη ρωτούσα αν ο J. Dean ήταν sexy χαμήλωνε τα μάτια! Τα γελάκια που πριν λίγο άκουσα δεν ήταν διόλου ταιριαστά σ' ένα ντροπαλό κορίτσι. Αυτό το γεγονός προστέθηκε στην κακή μου κατάσταση. "Κατά διαόλου πάει ο κόσμος...γιά κοίτα πόσα πρόσωπα έχει ακόμα κι ο μικρόκοσμος που μας περιτριγυρίζει!", σκέφτηκα. Κι ήταν τότε που ένιωσα πως σε κάποιο βαθμό ο περίγυρός μου με παραξένευε, δεν μου ήταν πιά οικείος. Από την άλλη πλευρά δεν υπήρξα ποτέ ο τύπος που θα τα εξηγούσε όλα με ένα απλό "έλα μωρέ, αλλάζει ο κόσμος".

Τις επόμενες 2 μέρες, αφού συγκρατήθηκα να μην κάνω παρατηρήσεις, προσπάθησα να φερθώ αδιάφορα και ίσως έκανα καλά γιατί η μικρή Αλεξάνδρα, η αδελφή μου, στις κουβέντες που είχαμε ήταν σχεδόν όπως πριν, μια συνεσταλμένη έφηβη. Βέβαια δεν έμοιαζε σε τίποτα στην ευγενική νεαρή που κατοικούσε απέναντι από το παράθυρό  μου και πολύ συχνά παρατηρούσα με τις ώρες πόσο ευγενικά πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο έχοντας το μωρό της αγκαλιά, πόσο χαρωπά έπαιζε μαζί του και με τι υπομονή το τάιζε.  Από τότε που το μωρό ακόμα θήλαζε τους χαιρόταν η καρδιά μου. Πατέρας δεν εμφανιζόταν ποτέ εκεί κι αυτό γεννούσε μια τρυφερότητα μέσα μου. Ναι, θα ΄θελα να ήμουν εγώ ο άντρας εκείνου του σπιτιού...

Περνούσε ο καιρός κι αυτή μου η επιθυμία γιγαντώνονταν μέσα στο μυαλό μου. Κάποιες στιγμές το μόνο που επιθυμούσα ήταν να της μιλήσω, αφού η Αλεξάνδρα συνέχιζε το ίδιο βιολί με τα γέλια στις 2 η ώρα και τις κουβέντες της που μου φαίνονταν πιά πέρα για πέρα χυδαίες. Διαμορφωνόταν ξεκάθαρα πιά στο μυαλό μου, σαν αποκάλυψη, η ιδέα πως σ' αυτόν τον κόσμο υπήρχε μιά αόρατη γραμμή που χωρίζει το αγνό από το χυδαίο, το καλό από το κακό. Ακριβώς όπως χωρίζονταν οι παλιοκουβέντες της αδελφής μου από τα γλυκόλογα της απέναντι μαμάς που τύχαινε να τα ακούω από το ανοιχτό της μπαλκόνι.

Τις επόμενες μέρες η διάθεσή μου άλλαζε διαρκώς πάνω σ' αυτό το μοτίβο. Ένιωθα- και στην πραγματικότητα ήμουν- κάποιος που καθημερινά οδηγεί σ' ένα δρόμο που καταλήγει σε μια διχάλα και καθημερινά ακολουθεί το δρόμο που τον πάει προς τα δεξιά κι ούτε μια φορά τον άλλον. Ούτε μια φορά...κι ήταν τόσο ελκυστικός ο άλλος δρόμος! Ανηφορικός, μεγαλοπρεπής, έμοιαζε να σου υπόσχεται μια άλλη ματιά του κόσμου.Ύστερα πάλι φανταζομουν πως οι δύο αυτοί δρόμοι κάπου θα ξανασυναντιώνται...

Χρειαζόταν τάχα ακόμα ένα ψεγάδι η μαύρη εικόνα που διαμόρφωνα για τη ζωή μου ώστε να πω "Διάολε, τέλος, όλα είναι για πέταμα στη ζωή μου" και να στρίψω το τιμόνι μου αριστερά πατώντας γκάζι; Μικρή αλλά συμβολική πράξη θα ήταν γιά μένα...
Ε λοιπόν, γιατί σας λέω πως από κείνη τη βραδιά στο πρατήριο, η ζωή μου είχε αρχίσει να στραβώνει; Η άλλη άποψη έλεγε πως η τόσο τέλεια ζωή μου δεν ήταν παρά μια επίφαση ευτυχίας που με ξεγελούσε τόσο καιρό.

Δεν ξέρω να πω...Να, δεν ξέρω να πω αν η ξαφνική απόφαση της μάνας μου, στα 62 της χρόνια, λίγο χρόνο μετά το θάνατο τού άντρα της, να "ξαναφτιάξει" τη ζωή της ήταν μια φυσιολογική αντίδραση ή μια ακόμη ένδειξη πως όλα έγιναν μπουρδέλο στο τόσο καθώς πρέπει σπιτικό μου. Τι άλλο μου έλειπε έχοντας μια μάνα ξαφνικά στις κάψες της και μια αδελφή που κάθε νύχτα πιά την άκουγα να βογγάει στο κρεβάτι της και να μονολογεί για τα κάλλη του στήθους της και του διψασμένου κορμιού της... Μετά από μια από εκείνες τις νύχτες, πρωί πρωί, τους ανακοίνωσα πως μερικά πράγματα "πρέπει να τεθούν επί τάπητος" όταν θα επέστρεφα στο σπίτι.

Το βράδυ πήγα σπίτι μισομεθυσμένος "δουλεύοντας" στο μυαλό μου ένα μικρό λογίδριο περί ορθής συμπεριφοράς. Μπαίνοντας άκουσα μιά αντρική φωνή που σώπασε αμέσως μόλις έκλεισα την πόρτα απορημένος. Στο καθιστικό ήταν η μάνα μου, η αδελφή μου κι ο πατήρ Στυλιανός, ένας ρασοφόρος από αυτούς με τα σχεδόν μωβ ράσα και οικογενειακός φίλος από παλιά. Η μάνα μου με καλωσόρισε:

_ Καλώς το παιδί μου. Κάθησε παιδί μου...έλα να χαιρετίσεις τον πατέρα Στυλιανό. Έλα να μιλήσετε λίγο. Πες του τι σου συμβαίνει. Βγάλε από μέσα σου το κακό που σε τυραννάει. Πες του γιατί είσαι τόσο άγριος με όλους μας. Έχουμε παράπονα από σένα, ξέρεις...Να σε λίγο θα έρθει και η Κατερίνα από απέναντι, η κοπέλα με το μωράκι.

_Η Κατερίνα; Θα έρθει στο σπίτι; Ευτυχώς θα πατήσει σ' αυτό σπίτι κι ένας σοβαρός άνθρωπος!

_Ναι, Κώστα μου, έχει κι αυτή τα παράπονά της. Θα σου τα πει...

_Σας το είπα πως γίνατε η ατραξιόν της γειτονιάς. Ορίστε, μέχρι και την γειτόνισσα προσβάλατε. Τι ξεφτίλα! Και φέρνετε και τον παπά Στέλιο εδώ...

_Κώστα μου, με σένα έχει παράπονα. Θα σου τα πει κι η ίδια. Να χαζεύεις τα στήθια της ενώ βυζαίνει το μωράκι της! Τι πράγματα είναι αυτά; Και το άλλο; Ο πατέρας σου δεν έλεγε πάντα πως ο τζέντλεμαν ποτέ δε χτυπάει τον κόσμο...Πάτερ μου, πες του για τον αστυνόμο που σου είπε για τον κακομοίρη τον πακιστανό που ο γιός μου χτύπησε στο βενζινάδικο.

_Αλεξάνδρα, τι λέει αυτή; Θέλετε να με βγάλετε ψεύτη. Μίλα βρε, τι αδελφή είσαι συ...

_Κώστα, μείνε μακριά μου. Μη με πλησιάζεις. Μην το συνεχίζεις αυτό που σε πονάει τόσο. Δε βλέπεις πως τώρα πιά δεν είναι μόνο κάτι μεταξύ μας; Πόσες νύχτες ήρθες στην πόρτα μου να κρυφακούσεις; Με τρόμαζες έτσι που άκουγα την ανάσα σου σαν του ζώου έξω από την πόρτα. Ήσυχα, σε παρακαλώ. Δεν μπορώ άλλο. Το πρωί πάω σχολείο άυπνη...αναγκάστηκα να εξηγήσω στο Λυκειάρχη το λόγο που δεν κοιμάμαι τα βράδια κι ο άνθρωπος κοκκίνισε.

_Κωνσταντίνε,παιδί μου, κάθησε κάτω κι άκουσέ με, όχι σαν ιερέα αλλά σαν παλιό φίλο του πατέρα σου αλλά και σαν πατέρα σου, αν θες. Όλοι εδώ στη γειτονιά ξέρουν πως είμαι ο πιό κοντινός σας άνθρωπος. Κι από την τράπεζα έχει έρθει ο διευθυντής σου και μου εκμυστηρεύτηκε πως δεν πάνε καθόλου καλά οι σχέσεις σου με τους συναδέλφους σου. Ντρεπόταν να τα πει στη μητέρα σου...Μα, ούτε λίγο σέβας στους αρχαιότερους δεν μπορείς να δείξεις;

_Μαμά, κοίτα πως αγριεύει η όψη του Κώστα...νάτο πάλι! Δεν ξανακοιμάμαι πιά σ' αυτό το σπίτι. Θα πάω στης θείας...έλα κι εσύ μαζί. Τα χάνει κι αυτός σιγά-σιγά, μαμά! Σαν τον μπαμπά, δε βλέπεις; Έτσι έκανε κι αυτός. Στην αρχή μόνο κρυφάκουε στην πόρτα μου κι ύστερα άρχισε να την ανοίγει και να μπαίνει μέσα και να με...

_Μικρό μου κορίτσι, τέκνο μου, μη λερώνεις το μικρό σου στόμα "Θεός γαρ αποδώσαι τω αμαρτωλώ και τω φρονίμω δικαιοσύνην, διότι ο άνθρωπος αδύναμος εστί...". Η Κατερίνα το κρατά κρυφό μα το μωρό που έφερε στον κόσμο πριν 2 χρόνια ήταν του πατέρα σας. "Αμαρτία εξομολογηθείσα", λέει η Εκκλησία...Η αλήθεια είναι πως μου εξομολογήθηκαν κι οι δυό την αμαρτία τους.

_ Παπά Στέλιο μου, φτάνει. Εδώ που φτάσαμε, μόνο εσύ μπορείς να μας σώσεις. Κάνε ό,τι μπορείς για να τα κουκουλώσουμε τα πράγματα!
.................................................................................................................................................
Αυτή ήταν εν ολίγοις η ιστορία μου, αγαπητοί και μοναδικοί μου, πλέον, φίλοι. Τα γεγονότα είτε όπως τα διηγήθηκα εγώ είτε όπως εξιστορήθηκαν από τους άλλους, κουκουλώθηκαν τελικά. Οι μαρτυρίες των άλλων υπερίσχυσαν καλώς ή κακώς. Με τις δικές τους γνωριμίες κατάφεραν να στείλουν τον άνθρωπο που μόλις σας εκμυστηρεύτηκε τα δεινά του, αφού δεν έχει πιά κανέναν άλλον, να μείνει μακριά από το σπίτι του, σε άλλη πόλη όπου βρέθηκε γιά κείνον μια όχι και τόσο απαιτητική δουλειά. Φρόντισε γι' αυτό ο παπα Στέλιος κι έτσι, μετά από πολλές προσπάθειες, μετακόμισα με λίγα από τα αγαπημένα μου ενθύμια της παλιάς μου ζωής. Προς βιοπορισμόν -τι ειρωνία!- εργάζομαι σ' ένα μικρό απομακρυσμένο πρατηριάκι της BEHELL.