16 Φεβρουαρίου, 2013

Black Ballroom



Ήταν κάτι που είπε εκείνη -κάτι σχετικό με την Αρχή τής Αβεβαιότητας, σε εκχυδαϊσμένη βερσιόν- για να γελάσουν όλοι, για να εδραιώσει την παρουσία της ως χιουμορίστριας. Είπα μέσα μου: "Ναι, καλά...χρειάζεται πολύ περισσότερη προσπάθεια από αυτές τις κρυάδες για να με κάνεις να γελάσω!".

Έτρεξα στο μπάνιο κι έσκασα μέσα στις χούφτες μου ένα γέλιο που είχε τη δύναμη χιλίων και άνω φταρνισμάτων. Αυτό το τσόλι είχε κρύψει έντεχνα ένα τρελό, εντελώς σούπερ αστείο, τυλιγμένο μέσα στο πρώτο μπανάλ, δήθεν, λογοπαίγνιο. Ο μηχανισμός ήταν απλός...ενώ χαλάρωνες από το χαζό, κρύο πρώτο αστείο (σε ένα βράδυ σαν κι αυτό) και πάνω στο απόγειο τής πλήξης, έσκαγε το μεγα-αστείο.

Σαν βόμβα (ηχητικά) και σαν στράικ με είκοσι κορίνες (οπτικά), η αντιπαθέστατη είχε ανταπεξέλθει στον συνεχή πόλεμο που έκανα για να την μειώσω, ει δυνατόν να την εκμηδενίσω ώστε να αφανιστεί και να αδειάσει την πίστα τού Μαύρου Μπώλλρουμ. Την ήθελα όλη δική μου...και το τσόλι και την πίστα.

Χα! Να 'μαι τώρα ηττημένος στην τουαλέττα, να γελάω. Πονάει ο λαιμός από το γέλιο και ματώνω. Μάλλον μου έφυγαν οι φωνητικές χορδές, πακέτο με τις αμυγδαλές. Πάμε στην αντεπίθεση. Φτάνει η κλάψα.