15 Μαΐου, 2011

Ομολογία




Το τραγούδι που σκεφτόταν ήταν εκεί, κολλημένο στο μυαλό του και μετά λίγη ώρα είχε χαθεί από τη μνήμη του. Άρχισε έπειτα να μιλάει καταλαβαίνοντας μεν τι θέλει να πει μόνο που το έλεγε με λέξεις που τού φαίνονταν κενές από νόημα και ολότελα ξένες. Δυο ώρες μετά το συμβάν έληξε. Τα πρόσωπα γύρω του δεν πρόλαβαν να αντιληφθούν απολύτως τίποτα.

Την επόμενη μέρα άκουσε το κουδούνι τής πόρτας και, όταν άνοιξε, είδε μπροστά του τη νέα γυναίκα που την προηγούμενη μέρα είχε περάσει και είχαν συμπληρώσει μαζί τα έντυπα τής Απογραφής, τα οποία τού είχαν φανεί πολύ δύσκολα να απαντηθούν λόγω των πολλών υπερλεπτομερειακών ερωτήσεων: πόσες αλλαγές κατοικίας, από πότε έως πότε κ.ο.κ. Προσπάθησε να εξηγήσει, χωρίς να κρύψει τη χαρά του:

- Περάσατε από μας χθες, δεσποινίς. Μήπως ξεχάσατε να συμπληρώσετε κάποια απάντησή μου ή σας διέφυγε να μου κάνετε κάποια σημαντική ερώτηση; Πάντως, καλά που ξαναήρθατε!

- Όχι, κύριε. Δεν πέρασα από εσάς. Θα είχατε τα αποδεικτικά που θα σας άφηνα, στην περίπτωση που είχα όντως περάσει χθες από σας.

Οι αποδείξεις δεν βρέθηκαν αλλά αυτό πιθανόν να οφειλόταν στην ακαταστασία του, σκέφτηκε. Η νεαρή γυναίκα, πάντως, ήταν η ίδια που θυμόταν να τον "στριμώχνει" με τις μπερδεμένες ερωτήσεις της. Θυμήθηκε το επώνυμο που είχε γραμμένο στην μικρή πινακίδα στο πέτο της και με αυτό το επιχείρημα τής είπε:

- Δεν είστε η δνις Ψαλτίδου; Θυμάμαι ακόμη και το επώνυμό σας. Είναι το ίδιο με αυτό που έχετε καρφιτσωμένο στο στήθος σας και σήμερα. Έχω μια ομολογία να κάνω. Δνις Ψαλτίδου είπαμε, ε;

- Κα Ψαλτίδου. Είμαι βέβαιη πως προλάβατε να δείτε πριν λίγο το επώνυμό μου, ίσως και χωρίς να τού δώσετε σημασία εκείνη τη στιγμή. Ας μη σταθούμε σ' αυτό γιατί έχω αρκετή δουλειά στη συνέχεια.

- Δεν καταλαβαίνετε, προσπαθώ να προφυλάξω το έργο που αναλάβατε. Μα, παρακαλώ, ψάξτε τα δελτία τών προηγούμενων ημερών...θα δείτε πως ανάμεσα σ' αυτά είναι κι εκείνα που συμπληρώσαμε εδώ. Καθόμασταν εκεί...

- Μα και να ήταν έτσι τα πράγματα, όπως λέτε, τα έντυπα τών προηγούμενων ημερών τα έχω ήδη παραδώσει, δεν θα κουβαλούσα ακόμα το δικό σας δελτίο. Ας αρχίσουμε, δεν θα σας καθυστερήσω.

- Ακούστε με και πιστέψτε αυτό που θα σας πω, βάζοντας κατά μέρος την τάση για προχειρότητα που έχουμε όλοι...Όλοι, δεν σας κακίζω προσωπικά. Ακούστε με: εσείς χτες ή προχτές ήρθατε πάλι, μού κάνατε ερωτήσεις μα το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Το πρόβλημα είναι ότι σας έδωσα -εσκεμμένα- ανακριβείς, ψεύτικες απαντήσεις!

- Χμ...εν τοιαύτη περιπτώσει πείτε μου ποιές ήταν οι ανακριβείς πληροφορίες. Δε βλέπω να τελειώνουμε αλλιώς. Υποτεθείσθω πως όντως ήδη απογραφήκατε. Που υπήρξατε ανακριβής;

- Εκεί όπου... να, κυρίως στην ερώτηση που αφορούσε τα άτομα που μένουν μαζί μου δεν ήμουν ακριβής. Ξέρετε, είχα δηλώσει πως η μητέρα μου, ο αδελφός μου, ο πατέρας κι η σύζυγός μου ζουν μαζί μου, πράγμα που δεν ισχύει. Σημειώστε, λοιπόν πως εδώ μένει ένα και μόνο άτομο: Εγώ.

"Κανένα πρόβλημα" είπε η απογραφέας βιαστικά. Μετά 15' η υπόθεση τελείωσε.

Δυο μέρες αργότερα, με την ανησυχία πως τα στατιστικά δεδομένα που τον αφορούν δεν θα καταγράφονταν σωστά, πήγε ο ίδιος στη Στατιστική Υπηρεσία για να σιγουρευτεί πως η πραγματικότητα καταγράφηκε, όπως ακριβώς την περιέγραψε στην δεύτερη επίσκεψη τής Δίδος Ψαλτίδου. Τον κατεύθυναν στο αρχείο κι εκεί στήθηκε στην ουρά.

Όταν ήρθε η σειρά του να εξυπηρετηθεί, κατέστησε σαφές το νοιάξιμό του για τη σωστή διεξαγωγή τής Απογραφής και ζήτησε να μάθει, "για κάποιο σοβαρό λόγο" τι έχει τελικά καταγραφεί γι αυτόν. Ακούμπησε μάλιστα τα χέρια του στο γραφείο για να δώσει έμφαση στο αίτημά του.

Τριάντα δευτερόλεπτα αργότερα ο υπάλληλος, ξεπερνώντας την απορία του, τού απάντησε πως όλα ήσαν εν τάξει με τα στοιχεία του. Για να προλάβει δε την επικείμενή του ένσταση, δεν φείσθηκε κόπου: Ζήτησε και τού έφεραν τα αντίγραφα τών αποδεικτικών για τα άτομα που απογράφηκαν στο σπίτι τού κυρίου.

" Ορίστε, κύριε. Είναι πέντε, βλέπετε;", τού είπε ο υπάλληλος, και συπλήρωσε με στόμφο πως "πρέπει να διατηρηθούν επί εξάμηνο, για να μην υπάρξουν τυχόν παρεξηγήσεις...".

Ο κύριος γύρισε την πλάτη του και προχώρησε προς την έξοδο καθώς για ακόμα μια φορά ξαναρχόταν στο μυαλό του -να κολλήσει- εκείνο το τραγούδι που μετά από λίγο έφυγε και τον άφησε να φτιάχνει συλλογισμούς με λέξεις και φράσεις που τού φαίνονταν άγνωστες και άδειες.