09 Απριλίου, 2024

Η επίσκεψη

 Τρεμοπαίζαν τ' αστέρια και στον αέρα πηγαινοερχόταν μια μυρωδιά από γαζίες, γλυκερή και γαλήνια. Τη σκόρπισε μακριά ο θόρυβος τού αυτοκινήτου που σταμάτησε έξω από την πόρτα τού κήπου, με το βίαιο τράβηγμα τού χειρόφρενου κι ύστερα με το δυνατό χτύπημα τής πόρτας. Εκείνη βγήκε από το όχημά της κι ένα φως από μακριά σχημάτισε τη λεπτή σιλουέττα της καθώς η νέα γυναίκα κατευθύνθηκε προς εκείνον που γευόταν τις πρώτες ρουφηξιές τού τσιγάρου του. Η πόρτα τού κήπου έτριξε κλείνοντας πίσω της.

Ενώ εκείνος σηκώθηκε από την αναπαυτική του πολυθρόνα, εκείνη κοντοστάθηκε αναποφάσιστη και μερικά δευτερόλεπτα αργότερα βρέθηκαν ο ένας στην αγκαλιά τής άλλης...Πόσα φιλιά, πόσα λάγνα χάδια πρόλαβαν να δοθούν μέσα σ' ελάχιστα μόνο λεπτά τής νύχτας!

Με ανυπομονησία εκείνος άρχισε να βγάζει ένα-ένα τα απαλά τούλια που ντύναν το λεπτό της σώμα κι ανάμεσα σ' αυτά να ψάχνει τις όμορφες καμπύλες που τρέμαν απ' την ταραχή της. Τ' άσπρα βέλα της που πέφταν καταγής νοτίστηκαν απ' το νωπό χορτάρι καθώς τα έσυρε μακριά τους το βραδινό αεράκι. Κι εκείνη αφέθηκε στα τρεμάμενα μπράτσα του. Έπεσαν κι οι δυο απαλά κι ανάσκελα στο παχύ στρώμα τού κήπου κοιτάζοντας τα αστέρια ώσπου τους σκέπασαν, σχεδόν ολότελα, καινούργια ξερά φύλλα.

Έτριξαν ελαφρά τα ξερά φύλλα, λίγο πριν το ξημέρωμα καθώς εκείνη σηκώθηκε και άρχισε να μαζεύει από κάτω τα τούλια ντύνοντας το αδύνατο σώμα της. Οι ανεπαίσθητες κινήσεις της ξύπνησαν τον άντρα που έμεινε εκεί ακίνητος να παρατηρεί τις ετοιμασίες της, τον ελαφρύ βηματισμό της ως την πόρτα τού κήπου που πάλι έτριξε πίσω της, την επιβίβασή της στο αυτοκίνητο.

Έμεινε εκεί τελείως ακίνητος μέχρι που, ενώ ξημέρωνε, άρχισε να πέφτει μια ψιλή βροχή. Μόνο μια εικόνα τού ήρθε στο μυαλό: Εκείνη, λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά, ρουφώντας τη μύτη της θα άναβε τους υαλοκαθαριστήρες.  


05 Μαρτίου, 2024

Θυμάμαι ακόμα



Το θυμάμαι ακόμα

το καμπαναριό του χωριού να φτάνει στην δική μας ταράτσα

τους περιπάτους τα απογεύματα του Σαββάτου στην  grande piazza

με τα αγοράκια που κοιτούσαν τις κυρίες αφηρημένα


Τα θυμάμαι ακόμα 

τα ζωντανά να κατεβαίνουν την νωπή κατηφόρα

μουγκρίζοντας από τον φόβο και γλιστρώντας

ενώ η φωνή του βοσκού χανόταν μες τις κουδούνες


Το θυμάμαι ακόμα

το σχολείο που όλο τού λιγόστευαν οι τάξεις

τα άχρηστα θρανία γίνονταν ξυλεία, καίγονταν μύριζαν χαρτί

χαρτί με γνώσεις, χαρτί με παρτίδες ναυμαχίας, χαρτί με νότες 


Σε θυμάμαι ακόμα

κι εσένα μπροστά στην τηλεόραση να δακρίζεις

να κλειδώνεσαι στο μπάνιο με τις ώρες

και στα τηλεφωνήματα να μου μιλάς γιά τη ζωή




20 Φεβρουαρίου, 2024

Κοινό αίμα

 Καημένα τα μάτια σου που, ευκολόπιστα κι αγαθιάρικα, αυτά μάλιστα, στράφηκαν στα τέσσερα σημεία τού ορίζοντα κοιτώντας εκ περιτροπής προς το βορρά, τη δύση, το νότο, την ανατολή και πάλι το βορρά...Μέχρι που ανακάλυψες πως αν για κάπου αποδράμε, αυτό το "κάπου" πρέπει να είναι μονάχα η πατρίδα. Δεν αξίζει ν' αποδρά κανείς γι' αλλού. Εξοδος και Ιουδαίοι.


Βέβαια θα πίστεψες πως αν δεν φεύγει κανείς με όνειρα περήφανα, με όνειρα λαχτάρας, τότε δεν αξίζει τόσο να σπάει το κεφάλι του για να βρει πού να πάει και πώς. Σωστά...με επιπολαιότητα, μωρέ, πως μπορείς να ευτελίζεις μια φυγή, την υπέρτατη καλλιτεχνία που υπάρχει πριν το τέλος μιας ζωής;

Πάει καλά ...μάλλον δεν είχα καταλάβει πως για μεγάλα πράγματα άξιος ποτέ δεν ήσουν κι ούτε ποτέ θα 'σαι. Η μητέρα μιας μετριότητας μισή μετριότητα αξίζει. Το ταξίδι τής απόδρασης, εκείνο το τιμημένο σαν χαρακίρι, λίγοι μόνο πια αξίζουμε να το κάνουμε. Μα πρώτα ας αποκόψουμε τις ρίζες, ας μην κυκλοφορεί κοινό αίμα ανάμεσά μας. Όσο στο αίμα μου κυκλοφορούν υπνωτικά και αλκοόλ, εμβρόντητος θα μένω και στους περιπάτους μου τραίνα που περνούν θα ακούω, ενώ ξυπόλητος θα περπατώ στις παραλίες. Και η βάρκα μου θα μένει κάπου εκεί δεμένη.