06 Σεπτεμβρίου, 2012

Χωριάτικη ζήλεια τού Νότου



























Η απλοϊκή Κατερίνα τού χαμογελούσε
κι όταν χαμογελούσε
μέσα στα μάτια της υπήρχε ο φόβος
ένας εφιάλτης: Να, εκείνος φεύγει
την εγκαταλείπει
μόνη στον κόσμο, για κάποιαν άλλη

Με πόση γλυκύτητα στους τρόπους τον αναγκάζει
να ορκιστεί πάλι και πάλι
πως δεν θα μπορούσε με άλλη γυναίκα
πως δεν θέλει άλλη γυναίκα
παρά μόνο εκείνη

Ξέρει η δόλια Κατερίνα πως σπαταλάει
από τις στιγμές τους τις πιο ωραίες
μα συνεχίζει και τού ζητάει
καινούργιους όρκους, νέες υποσχέσεις
Υπάρχουν άραγε τρόποι κάποιον να δέσεις
πέρα από λόγια και ικεσίες;

Υπάρχει -είναι ο φόβος- μια μέρα σκέφτηκε
ενώ φαινόταν πως τρελαινόταν
Σε ανάποδες ώρες κοιμόταν
όταν ξυπνούσε απάνω του κρεμόταν
"Πώς θα το ξέρω αν με έχεις προδώσει;"

"Κάποια Κυριακή, στού χωριού μας την εκκλησία
όταν θα στέκομαι δίπλα στο άγαλμα τής Παναγίας
ας με κάψει ολόκληρο η Παρθένα
αν ποτέ προδώσω εσένα, ακούς;
Ήσυχη λοιπόν τώρα να ζεις, σύμμαχό σου έχεις άλλη γυναίκα..."

Πέρασαν αργοί οι πρώτοι μήνες,
Ύστερα τα χρόνια πήραν ταχιά την κατρακύλα
Κάθε μέρα, απ' το πρωί νωρίς -χαράματα, έβλεπες την Κατερίνα
αν τύχαινε στην εκκλησία να πας για προσευχή
Την έβλεπαν και οι άλλοι που 'φευγε το βράδυ

Σκυμμένη στο παλτό της μέσα, με το πηγούνι της στο στέρνο
Τις κρύες βραδιές δεν την ακούγαν και πολλοί στο δρόμο
Μόνο ο κρύος αέρας που κάτω από το πανωφόρι
έμπαινε να τής παγώσει την καρδιά
ύστερα να πάει μακριά, σε χιλιάδες πόλεις και χωριά
τη λεπτή φωνή της:
"Μαντόννα μου, είσαι αληθινά σύμμαχός μου;
Θα μού πεις ειλικρινά αν ακόμα είναι εκείνος δικός μου;"