01 Δεκεμβρίου, 2009

Κοντά στις ρίζες μου

Μουντό πρωινό παρακολουθούσα τη λειτουργία σε μια παράξενη εκκλησία μη μπορώντας να εξηγήσω το πώς βρέθηκα εκεί. Αναπηδώντας στους τοίχους τού οίκου τού Θεού ο ήχος των λέξεων τού Ευαγγελίου έφτανε στο μυαλό μου μαζί με τη σκέψη των παρισταμένων που είχαν το βλέμμα καθηλωμένο στο έδαφος, μπροστά στα πόδια τού αρχιερέα.
Ένιωσα πως τα τοιχώματα της εκκλησίας είχαν απορροφήσει την προέκταση των φλεβών και των νεύρων μου ενώ στιγμιαία φαντασίωσα μιά σταγόνα από αίμα να ξεκολλά αργά-αργά από το θόλο του ναού.  Η πορεία της ήταν προδιαγεγραμμένη. Στόχευε τον αριστερό μου ώμο κεντώντας τη λευκή μου αμφίεση. Ψυχή, φτωχή παρθένα, είναι έτοιμη να ματώσει;

-Ποιός ιερέας θα μπορούσε ποτέ να λειτουργεί εκεί μέσα;

Ήταν και δική μου απορία μα ένας θόρυβος τη σκέπασε: το φτερούγισμα των περιστεριών που συναθροίστηκαν όλα μαζί στην περιφέρεια τού τρούλου. Πήρα το πρόσταγμα πως έπρεπε να βγώ και πειθήνιος υπάκουσα. Αισθανόμουν άρρωστος, η καρδιά μου έπαλλε δυνατά μέσα στο κεφάλι μου και δάκρυα ανάβλυζαν από δυο κόγχους χωρίς μάτια . Μάτια ; Εδώ δε χρειάζονται μάτια ούτε αυτιά γιατί όλα όσα, από έξω μέσα μας διεισδύουν, κίβδηλα είναι και παραπλανητικά. Εδώ σού μένει μόνο ένα κουβάρι σκέψεις στο κεφάλι. Δεν υπάρχει αντίληψη των πραγμάτων εδώ. Σου μένει μόνη επιλογή να δαμάσεις τον εαυτό σου σε παιχνίδια τού νου χωρίς ειρμό κι ούτε κατάληξη.

-Τι μπορεί να σπάσει αυτή την αρρωστημένη συνέχεια; Αναρωτήσου…

Δεν ξέρω... Δεν υπάρχει περιθώριο να ζητήσεις ούτε μιάν ανάπαυλα γιατί επανέρχεται συνέχεια
αποκρυσταλλωμένη η εμμονή τού μετρήματος: Κέρδος-Απώλεια. Φαίνεται η παραμονή μου στην εκκλησία με πόρωσε με πεποιθήσεις νεκρανάστασης. Ο θάνατος δεν είναι το τέλος ; Έπονται κι άλλα ;

-Απ’ την άλλη, αν μπορείς να αποκτήσεις πάλι αυτά που έχασες, όλα αλλάζουν για σένα...

Απλά θα μού θύμιζε παιχνίδι τράπουλας όπου μπορείς να πάρεις πίσω τα χαμένα. Αυτή η θεώρηση της ζωής με γεμίζει αηδία. Μας βλέπω όλους ντυμένους σαν γελωτοποιούς με στολές φτιαγμένες από τραπουλόχαρτα. Αν ζούμε μοναχά μια φορά, τότε ...ναι, ζούμε. Αν πάλι ζούμε για να φύγουμε κι ύστερα να επανέλθουμε, τότε ...όχι. Δεν μπορεί κανείς να περιμένει σαν εφεδρεία γιά την ευχαρίστηση μιας πιθανής άλλης ζωής.

-Έχεις το φόβο πως αυτές οι «εφεδρείες» δεν είναι σε θέση να σκεφτούν ; Φοβάσαι να σκεφτείς τι θα έκανες ανάμεσα στη μια ζωή και την επόμενη ;

Θέλω να ξέρω πως είτε διαρκώς θα σκέφτομαι είτε διαρκώς θα είμαι κάποιος που δεν έχει νοήματα ούτε γνώση. Διάλεξα, σε πλήρη διαύγεια όντας, πως προτιμώ να έχω την τύχη μίας και μόνης κακοτραβηγμένης ευθείας παρά τη μοίρα μίας κυκλικής ατέρμονης πορείας. Αυτή η πορεία τρέφεται από τη σάρκα της. Φρικιαστικό έμβλημά της είναι ο Ουροβόρος που λυσσασμένος τρώει την ουρά του.

-Θα μπορούσε κάποιος να νιώσει αβάσταχτη μονοτονία σ' όλα αυτά…

Απίστευτη μονοτονία μπορείς να βρεις σ' αυτά μα με κρατά ξύπνιο η περιέργεια γύρω από το τέλος της γραμμής μου που τη βλέπω κατά καιρούς να κρύβεται πίσω από τις δενδροστοιχίες ενός ορεινού χωριού, Πάσχα συνήθως, κάνοντας θόρυβο κάτω από τις φωλιές των πουλιών ξυπνώντας τα. Αυτές οι εικόνες μού χρωματίζουν το πνεύμα με καινούργιες σκέψεις. Γαλήνη  βρίσκεις μόνο εκεί όπου γεννήθηκες. Δε θα βρω γαλήνη ποτέ και πουθενά μακριά απ’ τις καταβολές μου. Εκεί θα ξαναβρώ τα πέτρινα είδωλά μου που παρηγορούμαι πως πράγματι υπήρξαν και μού έδωσαν τη διδαχή: Μία η γέννηση, ένας ο θάνατος κι ανάμεσά τους μόνο η ελλειπτική και ταχύτατη πορεία ενός μπούμερανγκ.

2 σχόλια:

nkarakasis είπε...

Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο' καταλήγουμε σε μια
σκοτεινή άβυσσο' το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.
Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή' ταυτόχρονα το
ξεκίνημα κι ο γυρισμός' κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι αυτό
πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος.
Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να
δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή'
κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι' αυτό πολλοί διαλάλησαν:
Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.

Καζαντζάκης Νίκος

cloudsinthemirror είπε...

Καλά τα είπε ο Νίκος.Ευτυχώς πάντως που δεν υπάρχουν μετενσαρκώσεις...Αν υπήρχαν, τι θα ήμουν;
Ένα λεμόνι; Ξινός δηλαδή...
Βρε μπας και...;