Ούτε και σήμερα δε με κατάλαβες, ούτε σήμερα δεν είπες "είσαι ένα τίποτα
που ζει ανάμεσα σε ανάξιους πουθενάδες. Για να 'χεις να λες πέντε κουβέντες
χρειάζονται άλλοι τόσοι τεμενάδες". Ενώ εσύ στην πραγματικότητα είσαι
ανάλαφρη μουσική που γυροφέρνει μιαν απροσπέλαστη, γκρίζα σιωπή...
Μετά απο μια μέρα ολόκληρη περπάτημα στα χώματα, λουσμένη τώρα μπρος
στον καθρέφτη, όμορφα που χαμογελάς, μα ψεύτικα. Να που θυμάμαι ακόμα πώς
ήταν τα χείλη σου στους καθαρούς δρόμους τής Αθηνας, το '68. Ποιος κυβερνάει
τον χρόνο μας, σκέφτομαι και ποιοί, σαν χαλί, τον τραβούν κάτω απ' τα πόδια μας;
Στο κρεβάτι μου κοιμισμένο αγαπητό σώμα ρωτώ "αφού γελάς ακόμα και με
τη κακοτυχία σου εσύ, γιατί δεν μπορώ να χαμογελάσω εγώ με την ανία μου ;"
Πέντε φράσεις λέω ανάσκελα, τρεις μπρούμυτα κι έπειτα κοιμάμαι χωρίς
συζήτηση ούτε απάντηση ούτε ψέμα, χωρίς ούτε μια κουβέντα να ακούσω.