22 Φεβρουαρίου, 2022

Παιχνίδια και χειροτεχνίες

 


Σπίτι μακριά από τ' άλλα σπίτια
εκεί γλιστρούσαν οι μέρες
παράθυρο ορθάνοιχτο στον αέρα
οι κουρτίνες: κουρέλια, σημαίες

Κοιτούσα το χωριό που σκούριαζε
την ώρα που κατέβαινε ο ήλιος
κόσμος ολόκληρος ένα δωμάτιο
παλιά παιγνίδια και χειροτεχνίες

Με το πρόσωπο μες τις παλάμες
ψιθύριζα τις προσευχές μου
οι τραχειές φωνές των χωρικών
σκόρπιζαν τις λίγες γραμμές μου

Όταν η ώρα περνούσε, οι καμπάνες
σήμαιναν το θάνατο της κάθε μέρας
έφτανε η ώρα να στήσω τ' αυτί μου
"ανασαίνει τάχα ακόμα ο πατέρας;"

Ελευθέρωνα έπειτα την ψυχή μου
και την άκουγα να ξεφεύγει μονάχη
δυνατό θρόισμα και μακρόσυρτο
σπουργιτιών πέταγμα μέσα στα στάχια


14 Φεβρουαρίου, 2022

Κάποτε στον Πειραιά

 


Έπρεπε να είχε γίνει εδώ και καιρό...έεπρεπε και -πού ξέρεις;- αν κάτι είχε γίνει με το μαλακό πριν από καιρό, μπορεί τώρα να μη χρειαζόταν όλη αυτή η μαζεμένη υπερπροσπάθεια που πιθανόν και να αποτύχει, εδώ που τα λέμε.

"Έπρεπε, από τότε...", λέει το γεροντάκι, έπρεπε λέει και ο συνδικαλιστής, ο φορολογούμενος πολίτης...Από πότε έπρεπε, τώρα, άγνωστον! "Έπρεπε" λέει και το παπαγαλάκι στο κλουβί, λες και μιλάει για κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή:
Λ.χ. Έπρεπε τότε που ήρθε ο Καραμανλής από το Παρίσι...
Έπρεπε τότε, τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι...
Έπρεπε τότε, "όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο"...
Ή έπρεπε μήπως από "το καλοκαίρι", τότε που μαζί πηγαίναμε στην αμμουδιά...

Άλλοι πάντως σκίζουν τα ρούχα τους. Δεν έπρεπε να γίνουν ορισμένα πράγματα, λένε...Δεν έπρεπε να παίξουμε στο Χρηματιστήριο, αν και, σαν λαός, είμαστε πολύ "παίχτες". Εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν ανάγκη να παίξουμε χρηματιστήριο. Αφού είχαμε τέτοια φόρμα, ώστε να κερδίζουμε ποδοσφαιρικά ευρωπαϊκά κύπελλα, Ολυμπιακούς αγώνες. Τι στο διάολο!

Έτσι κι ο άνθρωπος, όταν βαριέται τη ζωή του, αρχίζει:
Τη μια φταίει ο πατέρας του που παντρεύτηκε τη μάνα του, τη νοσοκόμα...την άλλη φταίει η μπανανόφλουδα που πάτησε ο πατέρας κι έσπασε το πόδι του και κατέληξε στην Πολυκλινική, όπου γνώρισε τη νοσοκόμα, που αργότερα παντρεύτηκε... Μήπως άραγε έφταιγε το κωλόπαιδο που πέταξε τη φλούδα στο πεζοδρόμιο;

Μήπως φταις εσύ, τελικά;

Εσύ φταις! Εσύ! 
Συγγνώμη, Περαία μου. Αστειευόμουν.Έφταιγε η μπανάνα, δεν έφταιγες εσύ.

07 Φεβρουαρίου, 2022

Ο Γέρων

 

 Ο Γέρων...ο Γέρων, αυτός ο φαντασμένος δίχως ταίρι, θέλει από τα πριν να ξέρει: όταν πεθάνει, πού θα καταλήξει; Θα το θάψουν το κουφάρι του δίπλα σε κάποιο παλικάρι; Δε θέλει χούφταλο δίπλα του ο Γέρων...θέλει νιάτο να' χει κοντά του να το ροκανίζει σαν το σκουλήκι ή ένα κορίτσι να το θωπεύει άθελά του με δήθεν νεκροφάνειας σπασμωδικές κινήσεις.

Όταν πεθάνει ο Γέρων θέλει να ξέρει πώς θα καταλήξει. Θα βλέπει τάχα προς την Ανατολή ή θα κοιτάζει προς τη Δύση; Τι σόι πυξίδα θα γίνει αυτό το λειψανο; Πλησίον του θα κείται συγγενής; θα είναι άραγε κάποιος συμπαθής ή κάποιος μίζερος και κατηφής, κακάσχημος ή προπετής, φτωχομπινές-μπας κλάς, που τα χνώτα των δεν θα ταιριάζουν; 


Όλα τούτα σκέφτεται ο Γέρων κι έτσι περνούν οι τελευταίες του μέρες μες την ανησυχία και την ανασφάλεια. Εν τω μεταξύ της πολιτείας τα κοιμητήρια γεμίζουν με άσχημους, κατηφείς και προπετείς όμοιους με αυτόν γερόντους, απρόθυμους να συγκατοικίσουν με κανέναν.

"Τί όχλος! Τι συρφετός!", αναφωνεί ο Γέρων...και αναβάλλει τον δικό του θάνατο. Γυρίζει την πλάτη του στο παράθυρο. Έπειτα ξεστομίζει μια βρισιά. Για μια στιγμή φαντάστηκε πως, συν τοις άλλοις, θα είχε χιονίσει πάνω στο κοιμητήριο.