22 Οκτωβρίου, 2022
09 Οκτωβρίου, 2022
Παραλία
Δυο γυναίκες στην ακρογιαλιά, η μια διπλάσια τα χρόνιας της άλλης. Ντυμένες με μακριά φορέματα και οι δυο, χωρίστηκαν καθώς η νεότερη προχώρησε βαδίζοντας αργά μέσα στη θάλασσα χωρίς ούτε καν να σηκώσει το ρούχο της και η άλλη έμεινε να την κοιτάζει όρθια και ευθυτενής.
Προφανέστατα Ινδές, αγνοώντας τους λουόμενους που παρακολουθούσαν το θέαμα με περιέργεια, άνοιξαν ταυτόχρονα τα στόματά τους σαν να φώναζαν χωρίς όμως να ακούγεται ήχος κανένας.
Όσο τα πρόσωπά τους και τα στήθη τους φαίνονταν έτοιμα να εκραγούν από την δύναμη που έβαζαν στην προσπάθειά τους, δίνες σχηματίζονταν η μια μετά την άλλη στην, μέχρι εκείνη την ώρα, ήσυχη θάλασσα. Η πρώτη δίνη γεννήθηκε με δυσκολία σαν πρώτος τοκετός και μέσα σε λίγα λεπτά οι δίνες ήταν τόσες πολλές που πλησίαζε κάθε μια την γειτονική της με ορμή.
Μετά από λίγες ώρα όλα αυτά είχαν τελειώσει και δεν είχε μείνει κανένα σημάδι, λες και τίποτε δεν συνέβη. Έμοιαζε επίσης σαν κανένας να μην έχει δει τίποτα. Πολλοί είχαν αφήσει την παραλία, οι υπόλοιποι κουβέντιαζαν και γελούσαν. Είδα πιο πέρα έναν μεσήλικα με στολή κατάδυσης να φορά τα βατραχοπέδιλά του χωρίς βιασύνη. Του φώναξα ρωτώντας τον αν γνωρίζει πού πηγαίνει και αν γνωρίζει ότι εκείνη η θάλασσα ίσως έκρυβε κινδύνους. Απάντησε πως είναι αρκετά έμπειρος ώστε να μπορέσει να κάνει το άθλημα που τόσο τού άρεσε.
Είπα πως δεν εννοούσα αυτό και ότι συμπέρανα πως μάλλον με ειρωνεύεται. Εκείνος απάντησε πως δεν έχει καμία όρεξη για ειρωνεία αλλά και να είχε δεν θα την σπαταλούσε με εμένα. Νευρίασα τόσο που μέσα μου ευχήθηκα αυτός ο προπετής να βυθιστεί σε καμία δίνη που μπορεί να εμφανιζόταν εκ νέου. Ταυτόχρονα έστρεψα το βλέμμα μου δεξιά κι αριστερά...ίσως να έβρισκα κάποιον που να είδε αυτά που κι εγώ έντρομος είδα.
Πρώτα συνάντησα σαν σε flash fw εμένα και την γυναίκα μου στα πρόσωπα ενός γέρικου ζευγαριού που κείτονταν μισοκοιμισμένα. Προχωρώντας περισσότερο έβλεπα ως επί το πλείστον γερασμένους ανθρώπους στην άμμο ώσπου ομιλίες και μουσικές από έναν θερινό κινηματογράφο τής παραλίας με έκαναν να κοντοσταθώ.
Με τις άκρες των ματιών μου είδα να ξεβράζονται από την θάλασσα με χαρούμενες υγρές ωδίνες βρέφη και νήπια. Γελούσαν, έτρεχαν και μπουσουλούσαν στην παραλία αλλά εμένα όλη αυτή η ζωντάνια με γέμισε ανησυχία και ταραχή.
Σκέφτηκα πως θα πλημμυρίσουν την παραλία, ίσως κυριεύσουν και τον κόσμο. Πόσο βιαστικά γεννιούνται, πόσο γρήγορα διανύουν το δρόμο τους! Κι αν ακόμα οι απώλειές τους καθοδόν θα είναι μεγάλες, δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα. Όσο για μας, μετά από την παλίρροια αυτή κανείς δεν θα μας θυμάται.