Θα σου έλεγα να μας ξεχάσεις
αντί να μας θυμίζεις κάθε μέρα
πόσο ανιαροί είμασταν για σένα
και πόσο παρωχημένοι
Ξέρω πως έχουμε μείνει
προσκολλημένοι στα παλιά
αφού το δωμάτιό σου είναι γεμάτο
από παιχνίδια παιδικά
ακόμη και ξερές πιπίλες
Θα σου έλεγα να μας ξεχάσεις
αντί να μας θυμίζεις κάθε μέρα
πόσο ανιαροί είμασταν για σένα
και πόσο παρωχημένοι
Ξέρω πως έχουμε μείνει
προσκολλημένοι στα παλιά
αφού το δωμάτιό σου είναι γεμάτο
από παιχνίδια παιδικά
ακόμη και ξερές πιπίλες
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Επέστρεφα πέντε χρόνια
μετά, από ένα ταξίδι στη Βόρεια Αφρική.
Είχα περάσει αμέτρητες φορές κάθε μέρα ανάμεσα στους πάγκους, στους
χωματόδρομους κάτω από τον ήλιο, αν και
στις φλέβες μου αισθανόμουν ακόμα την παγωνιά των Πόλων. Μου είχαν λείψει τα
μακρόσυρτα γράμματά σου, με τους αστερίσκους και τις διορθώσεις που έγραφες
κάποτε για να με περιπαίξεις, άλλοτε να με πληγώσεις. Κάθε φορά κοίταζα με
αγωνία στα στοιχεία του αποστολέα αν έχεις αλλάξει σπίτι.
Με μια μικρή βαλίτσα στο
χέρι ήρθα κάτω από την πόρτα σου και χτύπησα δυνατά το κουδούνι σας, χωρίς να
σκεφτώ τη μητέρα σου που τέτοια ώρα
συνήθως κοιμόταν. Κι εκείνη με ξέρει, θυμάται τις συνήθειές μου. Δεν θα με
παρεξηγούσε. Στο παράθυρο φαινόταν αναμμένο το φως και δυο σκιές κινούνταν
πέρα-δώθε αργά, πίσω από την κουρτίνα. Θυμήθηκα πολλά τέτοια βράδια. Κάποιος θα
έπαιζε κάτι στο πιάνο, κάποιος θα απήγγειλε στίχους. Στη σκέψη αυτή, ένιωσα πιο
έντονη την ανάγκη να βρεθώ ανάμεσά σας. Φώναξα το όνομά σου από κάτω, από τον
δρόμο.
Επιτέλους, η μπαλκονόπορτα
εκεί ψηλά άνοιξε και στο περίγραμμά σου είδα πως άλλαξες χτένισμα. Στα πέντε
χρόνια απόστασης μόνο οι συνήθειες αντέχουν και δεν θα έχουν αλλάξει, σκέφτηκα.
Η μουσική του ασανσέρ μ’ έκανε να χάσω τη διάθεση για τέτοιες υποθέσεις. Είχα
ανάγκη λίγη χαλαρή κουβέντα κι ένα βράδυ
με εκείνες τις διηγήσεις που όλο και κάτι ξεχνάνε. Άνοιξες εσύ την πόρτα.
«Τα ταξίδια είναι πολλά, η
ζωή πολύ σύντομη για να τα χωρέσει», ήταν οι μόνες λέξεις που είπα, όταν
καθίσαμε στο σαλόνι, κοιτάζοντας βουβοί τη φωτιά που έκαιγε ακόμα στο τζάκι. «Αυτό
μπορείς να το υποθέσεις» είπες κι ακούστηκε σαν στίχος και λίγο σαν γρίφος. Η
μητέρα αποκοιμήθηκε κουρασμένη. Πάνω -πάνω, μέσα στη βαλίτσα είχα το βιβλίο που
έγραψα στο ταξίδι με τη γλώσσα που αρέσει σ’ εσένα. Ημερολόγιο με πολλές
κοινοτυπίες, ευτράπελα και στίχους ανακατεμένα.
Περίμενα κάτι να πούμε,
ενώ τα βλέφαρά μου άρχισαν να κλείνουν λίγο από την φωτιά, λίγο από την παλιά
θαλπωρή που ξαναβρήκα. Τόσο γνώριμα όλα και οικεία. Ένιωσα βαθιά κουρασμένος.
Αγαπημένα όλα αυτά. Πόσο γλυκό το έχω να τα νοσταλγώ… Mήπως η νοσταλγία είναι
πιο γλυκιά από όλα αυτά;
Πήγα προς την πόρτα και σε
λίγα λεπτά βρέθηκα πάλι στο δρόμο. Το περίγραμμά σου εκεί στο μπαλκόνι, το
έβλεπα τώρα λίγο διαφορετικό. Σκιές δεν κινούνταν πια στην κουρτίνα.
Ίσως, μια άλλη φορά,
γυρίζοντας πάλι μετά από κάποιο ταξίδι, να σου φέρω ένα άλλο αγαπημένο βιβλίο.
Να σημειώνεις μόνο, όταν μου γράφεις, την διεύθυνση του αποστολέα.