Απόγευμα στους πολυσύχναστους δρόμους της παρακμής, συνήθειας μιάς πόλης του Σαρωνικού. Όλα εδώ παραλιακά ανάκατα εκτίθενται. Φτηνά όλα πουλιούνται. Τα τόξα από τη Σομαλία κι από το Μιλάνο οι τσάντες.
Οι πρώτες σταγόνες από το neon φως αναγγέλλουν πως τέλειωσε η μέρα κι ευθύς το βράδυ έρχεται με νέες αυταπάτες.
Το θέμα είναι με μας τι γίνεται, ευγενείς μου συμπολίτες και συμπαθείς κατά βάθος απατεώνες. Ζούμε στ' αλήθεια ή νιώθετε κι εσείς καμμιά φορά σαν να σαστε αγάλματα κινούμενα, ντυμένα με λινά πανάκριβα κοστούμια κι απ'την κορφή ως τα νύχια με αρώματα λουσμένα;
Άρχοντες στούς περιπάτους μας, αφήνουμε πίσω του καθείς -σαν τού σαλιγγαριού το ίχνος- τις συζητήσεις τις μακριές, τις φράσεις πού γερνάνε, τα γέλια μας τα δυνατά, αισθήματα που ανάλαφρα για μακριά πετάνε.
Έγινε σιωπή...Σταματήσατε γιά λίγο να μιλάτε ή έμαθα στην οχλαγωγία σας να κωφεύω; Σημασία έχει η ειλικρίνεια και απ' όλα το τιμιότερο πιστεύω είναι την αναχώρησή μου να ετοιμάζω από το μέρος που με μεγάλωσε και με κρατά χωρίς καμμία στοργή ποτέ να μου 'χει δείξει, παρά μονάχα τη ζεστή βροχή που άρχισε λυγερή απάνω μου να πέφτει, γλυκιά, ανήλικη χαδιάρα.
Κάποιος περνάει πίσω μου και δίπλα μου αφήνει, σα βαλίτσα, ένα χαμηλόφωνο χαιρετισμό. Καθώς πρέπει εγώ: με ευγένεια υποκλίνομαι χωρίς βέβαιος να 'μαι...Τι άκουσα, τι μου 'πανε; Ήταν θερμό "εις το επανιδείν" αυτό πού άκουσα ή κρύο κι απότομο "αντίο";
Νομίζω πως κατάλαβα. Ποιά η χρεία τού να ακούμε; Ό,τι κι αν πει κανείς λέγεται...για να πέσει κάτω. Αυτιά πιά δεν υπάρχουνε, μονάχα στόματα-πομποί κουράζουν το μυαλό μου.
Θόρυβος, βράδυ και βροχή. Όμορφες εικόνες! Άλλο ντεκόρ καλύτερο δε θα βρω να πλαισιώσει τη φυγή μου. Έτοιμος είμαι, αν και χωρίς αποσκευές. Φτάνει που στην παλάμη μου τη δεξιά, σφιχτά, κρατάω ακόμα την ψυχή μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου