"Πρέπει να ξεφύγω, ν' αποδράσω...κάπου να κρυφτώ", συνήθιζε να λέει κοιτώντας με εναγωνίως σα να περίμενε από μένα τη λύση.
Θυμάμαι όλες τις στιχομυθίες και τους διαλόγους μας στους καθημερινούς περιπάτους σ' εκείνα τα επαρχιώτικα δρομάκια. Μετά από μήνες, κάποιος περαστικός θα μας πέρναγε για ένα αλλόκοτο ντουέττο, στο οποίο ο ένας παραληρεί κι ο άλλος προσπαθεί να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα.
Δεν μπορούσα τότε κι ούτε αργότερα μπόρεσα ποτέ να καταλάβω τι ήταν αυτό που τον έκανε να επαναλαμβάνει διαρκώς εκείνο το "Ποτέ δεν είναι αργά. Κάποτε, όμως, είναι το τέλος".
Τού έλεγα πως αυτό το ξέρουμε όλοι αλλά δεν πρέπει να στοιχειώνει την κάθε μας μέρα. Ξανάρχιζε τότε με την άλλη εμμονή του:
-Θα κοιμηθώ ποτέ; Πάνε δέκα χρόνια που πιά δεν κοιμάμαι...
-Θα περάσω το χέρι μου πάνω από τα βλέφαρά σου αργά κι αυτά θα κλείσουν.
Τι ψέματα που λέμε σ' αυτούς που πιό πολύ αγαπούμε!
-Ναι αλλά μετά θα ξυπνήσω πάλι,ε; Όλοι δε θα ξυπνήσουμε; Θέλω κάποτε να ξυπνήσω. Θα'ναι προς το καλύτερο σίγουρα. Είναι η κόλαση, γιά μένα,εδώ!
-Είναι η κόλαση αλλά θα έρθει και το τέλος της. Σκέψου κάτι ωραίο τώρα. Να, σκέψου το τελευταίο καλοκαίρι της Γης που θα 'ναι και το ομορφότερό της. Άσε τώρα τις σκέψεις σου να εξατμιστούν απ'το μυαλό σου. Μέσα σ' ένα τόσο όμορφο καλοκαίρι, πόσο γαλήνια το νερό θα αφήνει τις αλυκές!
Αυτή τη συζήτηση τήν κάναμε πολλές φορές και θα την κάναμε άλλες τόσες αν δεν ερχόταν εκείνη η μέρα που έκλεισε χτυπώντας την πόρτα πίσω του και βγήκε από το ψηλοτάβανο δωμάτιο μας. Άφησε τα πράγματά του τακτοποιημένα και τα ρούχα στα συρτάρια με τη ναφθαλίνη.
Αναρωτήθηκε, φεύγοντας, αν ήταν αρκετά αυτά που απέκτησε χωρίς μετά να τα χάσει. Αυτό είχε κάποια σημασία, φαίνεται, γι' αυτόν. Σημασία που ποτέ δεν μπόρεσα να συλλάβω με το νου μου. Η απάντηση πάντως ήταν θετική κι έτσι ακολούθησε το δρόμο προς τον Κοχλία. Έφτασε μπροστά στην είσοδό του και κοντοστάθηκε λίγα λεπτά. Ψηλάφησε με την παλάμη του τα τοιχώματά του κι η επαφή τον τρόμαξε λίγο.
"Που οδηγεί αυτός ο δρόμος;" μονολόγησε κι έκλεισε τα μάτια του. Έφερε στο νου του μιάν ανάμνηση από κάποια μεγάλη γιορτή, την εικόνα των χεριών του να απλώνονται προς ένα τεράστιο στήθος, ένα Πάσχα στο χωριό της μάνας του όπου ο Χριστός αναστήθηκε γιά χάρη του και μόνο - λαϊκή παράσταση...κάθε Κυριακή του Πάσχα.
Οι υπόλοιπες σκέψεις ήταν οι τυπικές εικόνες ευτυχίας. Κοινές για όλους μας...κόκκινα αυτοκινητάκια, μικροί Αη Βασίληδες, αυλές σχολείων, ένας γάμος, ένα ασήμαντο πτυχίο, η πρώτη του δουλειά, μια πτήση πριν την πτώση.
Η ώρα είχε περάσει, όμως. Η μητέρα του τον φίλησε στο μέτωπο κι ο πατέρας του τού χά'ι'δεψε τα μαλλιά παρακινώντας τον με ένα νεύμα να προχωρήσει μέσα στον Κοχλία.
Ο Κοχλίας...Ατέλειωτος λένε όλοι πως είναι ο Κοχλίας και σε ταξιδεύει μεσ' τον χρόνο. Εκεί λένε βρίσκεις ό,τι στερήθηκες σ' αυτόν τον κόσμο. Άλλοι πάλι λένε πως είναι ένα μέρος τόσο μεγάλο, αχανές, ώστε να χωράει όλα του κόσμου όσα τελειώνουν.
Θυμάμαι όλες τις στιχομυθίες και τους διαλόγους μας στους καθημερινούς περιπάτους σ' εκείνα τα επαρχιώτικα δρομάκια. Μετά από μήνες, κάποιος περαστικός θα μας πέρναγε για ένα αλλόκοτο ντουέττο, στο οποίο ο ένας παραληρεί κι ο άλλος προσπαθεί να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα.
Δεν μπορούσα τότε κι ούτε αργότερα μπόρεσα ποτέ να καταλάβω τι ήταν αυτό που τον έκανε να επαναλαμβάνει διαρκώς εκείνο το "Ποτέ δεν είναι αργά. Κάποτε, όμως, είναι το τέλος".
Τού έλεγα πως αυτό το ξέρουμε όλοι αλλά δεν πρέπει να στοιχειώνει την κάθε μας μέρα. Ξανάρχιζε τότε με την άλλη εμμονή του:
-Θα κοιμηθώ ποτέ; Πάνε δέκα χρόνια που πιά δεν κοιμάμαι...
-Θα περάσω το χέρι μου πάνω από τα βλέφαρά σου αργά κι αυτά θα κλείσουν.
Τι ψέματα που λέμε σ' αυτούς που πιό πολύ αγαπούμε!
-Ναι αλλά μετά θα ξυπνήσω πάλι,ε; Όλοι δε θα ξυπνήσουμε; Θέλω κάποτε να ξυπνήσω. Θα'ναι προς το καλύτερο σίγουρα. Είναι η κόλαση, γιά μένα,εδώ!
-Είναι η κόλαση αλλά θα έρθει και το τέλος της. Σκέψου κάτι ωραίο τώρα. Να, σκέψου το τελευταίο καλοκαίρι της Γης που θα 'ναι και το ομορφότερό της. Άσε τώρα τις σκέψεις σου να εξατμιστούν απ'το μυαλό σου. Μέσα σ' ένα τόσο όμορφο καλοκαίρι, πόσο γαλήνια το νερό θα αφήνει τις αλυκές!
Αυτή τη συζήτηση τήν κάναμε πολλές φορές και θα την κάναμε άλλες τόσες αν δεν ερχόταν εκείνη η μέρα που έκλεισε χτυπώντας την πόρτα πίσω του και βγήκε από το ψηλοτάβανο δωμάτιο μας. Άφησε τα πράγματά του τακτοποιημένα και τα ρούχα στα συρτάρια με τη ναφθαλίνη.
Αναρωτήθηκε, φεύγοντας, αν ήταν αρκετά αυτά που απέκτησε χωρίς μετά να τα χάσει. Αυτό είχε κάποια σημασία, φαίνεται, γι' αυτόν. Σημασία που ποτέ δεν μπόρεσα να συλλάβω με το νου μου. Η απάντηση πάντως ήταν θετική κι έτσι ακολούθησε το δρόμο προς τον Κοχλία. Έφτασε μπροστά στην είσοδό του και κοντοστάθηκε λίγα λεπτά. Ψηλάφησε με την παλάμη του τα τοιχώματά του κι η επαφή τον τρόμαξε λίγο.
"Που οδηγεί αυτός ο δρόμος;" μονολόγησε κι έκλεισε τα μάτια του. Έφερε στο νου του μιάν ανάμνηση από κάποια μεγάλη γιορτή, την εικόνα των χεριών του να απλώνονται προς ένα τεράστιο στήθος, ένα Πάσχα στο χωριό της μάνας του όπου ο Χριστός αναστήθηκε γιά χάρη του και μόνο - λαϊκή παράσταση...κάθε Κυριακή του Πάσχα.
Οι υπόλοιπες σκέψεις ήταν οι τυπικές εικόνες ευτυχίας. Κοινές για όλους μας...κόκκινα αυτοκινητάκια, μικροί Αη Βασίληδες, αυλές σχολείων, ένας γάμος, ένα ασήμαντο πτυχίο, η πρώτη του δουλειά, μια πτήση πριν την πτώση.
Η ώρα είχε περάσει, όμως. Η μητέρα του τον φίλησε στο μέτωπο κι ο πατέρας του τού χά'ι'δεψε τα μαλλιά παρακινώντας τον με ένα νεύμα να προχωρήσει μέσα στον Κοχλία.
Ο Κοχλίας...Ατέλειωτος λένε όλοι πως είναι ο Κοχλίας και σε ταξιδεύει μεσ' τον χρόνο. Εκεί λένε βρίσκεις ό,τι στερήθηκες σ' αυτόν τον κόσμο. Άλλοι πάλι λένε πως είναι ένα μέρος τόσο μεγάλο, αχανές, ώστε να χωράει όλα του κόσμου όσα τελειώνουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου