Εκείνα τα δυο χρόνια που δούλεψα στο ταξί, λόγω τής λιγοστής δουλειάς, είχα συχνά την ευχέρεια να κρατώ τις σημειώσεις μου. Κυρίως οι σημειώσεις μου αφορούσαν φράσεις που άκουγα από κάποιον πελάτη είτε αυτός μιλούσε σ' εμένα είτε συνομιλούσε με κάποιον άλλον. Οι πιο πολλοί χαλαρώνουν τη νύχτα και μιλούν πιο ελεύθερα, ίσως γιατί μέσα στο μισοσκόταδο τού ταξί έχουν την αίσθηση πώς κανείς δε βλέπει το πρόσωπό τους. Νυχτερινές ώρες δούλευα κι εγώ ...Τέντωνα τ' αυτιά μου κι ύστερα σημείωνα.
Σήμερα, που έχω αφήσει πια το ταξί, βρίσκω πολύ γούστο στο να κάθομαι με τις ώρες να διαβάζω εκείνες τις σημειώσεις οι οποίες πολλές φορές είναι εκτεταμένες, πιάνουν τρεις τέσσερις σελίδες.
Θυμήθηκα τη φορά εκείνη που, προς το βράδυ, κόντευε να με πάρει ο ύπνος μες το ταξί όταν δυο τύποι μπήκαν και κάθισαν σχεδόν ταυτόχρονα στα πίσω καθίσματα, βιαστικά λες και τούς κυνηγούσαν.
"Πού πάτε;" ρώτησαν ταυτόχρονα ο ένας τον άλλον. Ο ένας ρώτησε με μια γερμανική χροιά στην ομιλία του κι ο άλλος με μια ιταλική χροιά, στα ελληνικά πάντως. Συμφώνησαν ως προς τον προορισμό κι έπειτα μου ανακοίνωσαν "Στο λιμάνι, για το αποψινό πλοίο για Ιταλία".
Σταμάτησα το ταξί και τους είπα πως για την Ιταλία θα πρέπει να φτάσουν στην Πάτρα, δηλαδή κάπου 300 χλμ μακριά από την Αθήνα. Δεν το πολυσκέφτηκαν πάντως και πρότειναν να τους πάω εγώ. Θα μοιράζονταν τα έξοδα, δεν υπήρχε θέμα αρκεί να προλάβαιναν το πλοίο. Συμφώνησα κι έβαλα μπρος το ερωτηματολόγιο, το συνηθισμένο πια ερωτηματολόγιο τού επαγγέλματος.
Συστήθηκαν λοιπόν μεταξύ τους: τα ονόματά τους ήταν Γκούσταβ τού ενός και Ματτία τού άλλου, ο οποίος όμως μας παρακάλεσε να τον φωνάζουμε Αντριάνο.
- Τουρισμός; Τουρισμός, παιδιά; τους ρώτησα.
Άρχισε τότε ο Ιταλός:
- Μα τι τουρισμός; Σου λέω μονάχα πως πριν ένα χρόνο εγώ ζούσα σε μια μικρή πόλη, στην πατρίδα μου κι είχα τα πάντα μέχρι που ο πατέρας μου φαλίρισε. Καλομαθημένος όπως ήμουνα, βρέθηκα στην ανέχεια. Χρειάστηκε να παντρευτώ μια πλούσια από τα μέρη μου για να περνάω καλά. Η νοοτροπία τού Νότου! Μόνο που πλάκωσαν στο σπίτι και τα πεθερικά μου, καυγάδες κάθε μέρα, "κοπρίτη Ματτία" με λέγανε. Καμμιά δουλειά δεν ήξερα και μού βρήκανε μια θέση στη Δημοτική βιβλιοθήκη όπου κανείς δεν πάταγε. Μόνος εκεί καθόμουνα και διάβαζα με τις ώρες τούς Έλληνες συγγραφείς. Κυνηγούσα τα ποντίκια επίσης. Οι φασαρίες στο σπίτι σύντομα ξαποστείλανε τη μάνα μου κι έτσι έμεινα εγώ με τις άλλες τις Άρπυιες. Έκανα σχέδια να φύγω να εξαφανιστώ, μου μπήκανε διαόλοι να γνωρίσω την Ελλάδα, από τα πολλά διαβάσματα, ξέρεις. Τα βρόντηξα και να 'μαι. Αλλά πρέπει να φύγω, θέλω να γνωρίσω κι άλλο κόσμο. Να ζήσω λίγο περιπέτεια. Τυχοδιώκτης θέλω να γίνω στο εξής! Εεε, Γκούσταβ...κοιμάσαι; Τι διάολο κάνεις εσύ που είσαι και μεγαλούτσικος;! Τι δουλειά έκανες στην πατρίδα σου;
- Τι δουλειά κάνω; Μουσικός, καθηγητής τής Ιστορίας τής Μουσικής στο Πανεπιστήμιο. Τα πήγαινα μια χαρά, είχα μια πετυχημένη ακαδημαϊκή καριέρα. Όλα καλά πηγαίνανε μέχρι που κατάλαβα πως η δουλειά μου έφτασε σ' ένα σημείο κι εκεί είχα σταματήσει. Καινούργιες ιδέες τίποτα, κούραση στα νεύρα...συνέχεια αναρωτιόμουνα τι κέρδισα. Η Αισθητική για μένα έγινε ένας κατατρεγμός. Μέτρο, μέτρο...μέτρο στη ζωή, μέτρο στη μουσική. Βρέθηκα, αντί την έκφραση, να κυνηγώ το μέτρο, την αναλογία, τη συμμετρία...κάτι σαν ράφτης δηλαδή με τα υφάσματά του. Μου συνέστησαν να ξεκουραστώ λίγο, κοντά στη θάλασσα. Έτσι διάλεξα ένα ωραίο ξενοδοχείο στη Βενετία -δεν είναι μακριά από το Μόναχο όπου ζω. Ύστερα, ξέρεις, η πατρίδα σου με όλα τα μνημεία, σαν να με έστειλε να επισκεφτώ και την Ελλάδα. Το ένα σε οδηγεί στο άλλο...Έφυγα όμως τόσο βιαστικά που ξέχασα στη Βενετία δυο μπαούλα με βιβλία και σημειώσεις. Πρέπει να πάω να τα πάρω και μια που τα πράγματα ήρθαν έτσι θα μείνω εκεί ακόμα μια βδομάδα.
- Τότε, όταν το καράβι πιάσει Βενετία, αποχωριζόμαστε. Θα πάω από κει προς Μονακό, Μόντε Κάρλο και -πού ξέρεις;- ίσως κάνω την τύχη μου εκεί!
Ειπώθηκαν διάφορα ακόμα στο δίωρο που χρειάστηκε για να φτάσουμε στο λιμάνι τής Πάτρας αλλά ας μην τα πολυλογώ. Αυτά τα κομμάτια ζωής που μοιραστήκαμε οι τρεις μας, μάς έφεραν στο σημείο εκείνο που σου έρχεται να πεις "Ας μη χαθούμε..." αν και μετά συνήθως χάνονται όλοι.
Ανταλλάξαμε στοιχεία: Εγώ έδωσα το κινητό μου και τη διεύθυνση σπιτιού μου, ο Γκούσταβ τον αριθμό τηλ. και τη διεύθυνση τού σπιτιού του, τον αριθμό τηλ. και τη διεύθυνση τού γραφείου του και ένα αριθμό φαξ καθώς κι έναν εναλλακτικό αριθμό. Ο Ματτία δεν άφησε τίποτα γιατί δεν ήξερε που θα 'ναι αλλά ...υποσχέθηκε πως μόλις καταστάλαζε θα επικοινωνούσε μαζί μας.
Κοιτώντας τους από πίσω να επιβιβάζονται στο πλοίο, ήμουν σίγουρος πως ο τυπικός ο Γερμανός θα έστελνε καμμιά καρτ ποστάλ τουλάχιστον τα Χριστούγεννα αλλά ο άλλος, ο Αντριάνο/ Ματτία, ήμουν βέβαιος πως θα μας ξεχνούσε...ο παλαβός!
Τη νύχτα κοιμήθηκα μέσα στο ταξί, στο λιμάνι τής Πάτρας κι ομολογώ πως κοίταξα πολλές φορές το πίσω κάθισμα όταν ξύπνησα μήπως και βρω κάτι ξεχασμένο, ένα αποδεικτικό στοιχείο από τη νύχτα εκείνη. Τίποτα...
Τα Χριστούγεννα τής ίδιας χρονιάς έλαβα μια επιστολή σε ένα φάκελο με αποστολέα Αντριάνο Μέις, Μπάρι (Ιταλία). Άνοιξα και διάβασα:
"Φίλε μου τάξι-ντράιβερ, ελπίζω το γράμμα μου να φτάσει έγκαιρα για τα Χριστούγεννα κι ελπίζω επίσης να σε βρίσκει καλά -θυμάσαι ποιός είμαι, ε; Ο Τυχοδιώκτης...που να πάρει. Όπως θα είδες στο φάκελο δεν είμαι στο Μόντε Κάρλο αλλά στο Μπάρι, αρκετά κοντά σου δηλαδή. Εδώ έκανα φίλους Έλληνες κι ένας από αυτούς γράφει το γράμμα αυτό.
...
Ήθελα να σού πω όμως ότι η αφεντιά μου έφτασε τελικά στο Μόντε Κάρλο αλλά δεν έκανα την τύχη μου όπως τα υπολόγιζα. Από εκεί μίλησα στο τηλέφωνο και με το Γκουστάβο...δεν ήταν καλά εκείνη τη μέρα. Δεν είχε ούτε καν κατέβει στη θάλασσα, μού είπε. Θυμάσαι που είχε πει πως θα έμενε λιγάκι ακόμα στη Βενετία...Δυστυχώς, όταν κάλεσα πάλι στο ξενοδοχείο του, μου είπαν πως είχε πεθάνει μετά από δυο μέρες αδιαθεσίας. Τον είχε βρει στην παραλία μια παρέα από παιδιά, εντελώς ακίνητο. Τον κακομοίρη.... Πρέπει να ήταν γνωστός γιατί έγραψαν γι' αυτόν οι εφημερίδες!
...
Πώς πάει το ταξί εκείνης τής απόδρασης; Να με περιμένεις το καλοκαίρι, πιθανόν να έρθω για λίγες μέρες.
Ο φίλος σου Αντριάνο
ΥΓ.
Αν δεν αλλάξεις δουλειά τουλάχιστον πρόσεχε, να μην σε παίρνει ο ύπνος μέσα στο αυτοκίνητο. Κυκλοφορούν τρελοί!"
Σήμερα, που έχω αφήσει πια το ταξί, βρίσκω πολύ γούστο στο να κάθομαι με τις ώρες να διαβάζω εκείνες τις σημειώσεις οι οποίες πολλές φορές είναι εκτεταμένες, πιάνουν τρεις τέσσερις σελίδες.
Θυμήθηκα τη φορά εκείνη που, προς το βράδυ, κόντευε να με πάρει ο ύπνος μες το ταξί όταν δυο τύποι μπήκαν και κάθισαν σχεδόν ταυτόχρονα στα πίσω καθίσματα, βιαστικά λες και τούς κυνηγούσαν.
"Πού πάτε;" ρώτησαν ταυτόχρονα ο ένας τον άλλον. Ο ένας ρώτησε με μια γερμανική χροιά στην ομιλία του κι ο άλλος με μια ιταλική χροιά, στα ελληνικά πάντως. Συμφώνησαν ως προς τον προορισμό κι έπειτα μου ανακοίνωσαν "Στο λιμάνι, για το αποψινό πλοίο για Ιταλία".
Σταμάτησα το ταξί και τους είπα πως για την Ιταλία θα πρέπει να φτάσουν στην Πάτρα, δηλαδή κάπου 300 χλμ μακριά από την Αθήνα. Δεν το πολυσκέφτηκαν πάντως και πρότειναν να τους πάω εγώ. Θα μοιράζονταν τα έξοδα, δεν υπήρχε θέμα αρκεί να προλάβαιναν το πλοίο. Συμφώνησα κι έβαλα μπρος το ερωτηματολόγιο, το συνηθισμένο πια ερωτηματολόγιο τού επαγγέλματος.
Συστήθηκαν λοιπόν μεταξύ τους: τα ονόματά τους ήταν Γκούσταβ τού ενός και Ματτία τού άλλου, ο οποίος όμως μας παρακάλεσε να τον φωνάζουμε Αντριάνο.
- Τουρισμός; Τουρισμός, παιδιά; τους ρώτησα.
Άρχισε τότε ο Ιταλός:
- Μα τι τουρισμός; Σου λέω μονάχα πως πριν ένα χρόνο εγώ ζούσα σε μια μικρή πόλη, στην πατρίδα μου κι είχα τα πάντα μέχρι που ο πατέρας μου φαλίρισε. Καλομαθημένος όπως ήμουνα, βρέθηκα στην ανέχεια. Χρειάστηκε να παντρευτώ μια πλούσια από τα μέρη μου για να περνάω καλά. Η νοοτροπία τού Νότου! Μόνο που πλάκωσαν στο σπίτι και τα πεθερικά μου, καυγάδες κάθε μέρα, "κοπρίτη Ματτία" με λέγανε. Καμμιά δουλειά δεν ήξερα και μού βρήκανε μια θέση στη Δημοτική βιβλιοθήκη όπου κανείς δεν πάταγε. Μόνος εκεί καθόμουνα και διάβαζα με τις ώρες τούς Έλληνες συγγραφείς. Κυνηγούσα τα ποντίκια επίσης. Οι φασαρίες στο σπίτι σύντομα ξαποστείλανε τη μάνα μου κι έτσι έμεινα εγώ με τις άλλες τις Άρπυιες. Έκανα σχέδια να φύγω να εξαφανιστώ, μου μπήκανε διαόλοι να γνωρίσω την Ελλάδα, από τα πολλά διαβάσματα, ξέρεις. Τα βρόντηξα και να 'μαι. Αλλά πρέπει να φύγω, θέλω να γνωρίσω κι άλλο κόσμο. Να ζήσω λίγο περιπέτεια. Τυχοδιώκτης θέλω να γίνω στο εξής! Εεε, Γκούσταβ...κοιμάσαι; Τι διάολο κάνεις εσύ που είσαι και μεγαλούτσικος;! Τι δουλειά έκανες στην πατρίδα σου;
- Τι δουλειά κάνω; Μουσικός, καθηγητής τής Ιστορίας τής Μουσικής στο Πανεπιστήμιο. Τα πήγαινα μια χαρά, είχα μια πετυχημένη ακαδημαϊκή καριέρα. Όλα καλά πηγαίνανε μέχρι που κατάλαβα πως η δουλειά μου έφτασε σ' ένα σημείο κι εκεί είχα σταματήσει. Καινούργιες ιδέες τίποτα, κούραση στα νεύρα...συνέχεια αναρωτιόμουνα τι κέρδισα. Η Αισθητική για μένα έγινε ένας κατατρεγμός. Μέτρο, μέτρο...μέτρο στη ζωή, μέτρο στη μουσική. Βρέθηκα, αντί την έκφραση, να κυνηγώ το μέτρο, την αναλογία, τη συμμετρία...κάτι σαν ράφτης δηλαδή με τα υφάσματά του. Μου συνέστησαν να ξεκουραστώ λίγο, κοντά στη θάλασσα. Έτσι διάλεξα ένα ωραίο ξενοδοχείο στη Βενετία -δεν είναι μακριά από το Μόναχο όπου ζω. Ύστερα, ξέρεις, η πατρίδα σου με όλα τα μνημεία, σαν να με έστειλε να επισκεφτώ και την Ελλάδα. Το ένα σε οδηγεί στο άλλο...Έφυγα όμως τόσο βιαστικά που ξέχασα στη Βενετία δυο μπαούλα με βιβλία και σημειώσεις. Πρέπει να πάω να τα πάρω και μια που τα πράγματα ήρθαν έτσι θα μείνω εκεί ακόμα μια βδομάδα.
- Τότε, όταν το καράβι πιάσει Βενετία, αποχωριζόμαστε. Θα πάω από κει προς Μονακό, Μόντε Κάρλο και -πού ξέρεις;- ίσως κάνω την τύχη μου εκεί!
Ειπώθηκαν διάφορα ακόμα στο δίωρο που χρειάστηκε για να φτάσουμε στο λιμάνι τής Πάτρας αλλά ας μην τα πολυλογώ. Αυτά τα κομμάτια ζωής που μοιραστήκαμε οι τρεις μας, μάς έφεραν στο σημείο εκείνο που σου έρχεται να πεις "Ας μη χαθούμε..." αν και μετά συνήθως χάνονται όλοι.
Ανταλλάξαμε στοιχεία: Εγώ έδωσα το κινητό μου και τη διεύθυνση σπιτιού μου, ο Γκούσταβ τον αριθμό τηλ. και τη διεύθυνση τού σπιτιού του, τον αριθμό τηλ. και τη διεύθυνση τού γραφείου του και ένα αριθμό φαξ καθώς κι έναν εναλλακτικό αριθμό. Ο Ματτία δεν άφησε τίποτα γιατί δεν ήξερε που θα 'ναι αλλά ...υποσχέθηκε πως μόλις καταστάλαζε θα επικοινωνούσε μαζί μας.
Κοιτώντας τους από πίσω να επιβιβάζονται στο πλοίο, ήμουν σίγουρος πως ο τυπικός ο Γερμανός θα έστελνε καμμιά καρτ ποστάλ τουλάχιστον τα Χριστούγεννα αλλά ο άλλος, ο Αντριάνο/ Ματτία, ήμουν βέβαιος πως θα μας ξεχνούσε...ο παλαβός!
Τη νύχτα κοιμήθηκα μέσα στο ταξί, στο λιμάνι τής Πάτρας κι ομολογώ πως κοίταξα πολλές φορές το πίσω κάθισμα όταν ξύπνησα μήπως και βρω κάτι ξεχασμένο, ένα αποδεικτικό στοιχείο από τη νύχτα εκείνη. Τίποτα...
Τα Χριστούγεννα τής ίδιας χρονιάς έλαβα μια επιστολή σε ένα φάκελο με αποστολέα Αντριάνο Μέις, Μπάρι (Ιταλία). Άνοιξα και διάβασα:
"Φίλε μου τάξι-ντράιβερ, ελπίζω το γράμμα μου να φτάσει έγκαιρα για τα Χριστούγεννα κι ελπίζω επίσης να σε βρίσκει καλά -θυμάσαι ποιός είμαι, ε; Ο Τυχοδιώκτης...που να πάρει. Όπως θα είδες στο φάκελο δεν είμαι στο Μόντε Κάρλο αλλά στο Μπάρι, αρκετά κοντά σου δηλαδή. Εδώ έκανα φίλους Έλληνες κι ένας από αυτούς γράφει το γράμμα αυτό.
...
Ήθελα να σού πω όμως ότι η αφεντιά μου έφτασε τελικά στο Μόντε Κάρλο αλλά δεν έκανα την τύχη μου όπως τα υπολόγιζα. Από εκεί μίλησα στο τηλέφωνο και με το Γκουστάβο...δεν ήταν καλά εκείνη τη μέρα. Δεν είχε ούτε καν κατέβει στη θάλασσα, μού είπε. Θυμάσαι που είχε πει πως θα έμενε λιγάκι ακόμα στη Βενετία...Δυστυχώς, όταν κάλεσα πάλι στο ξενοδοχείο του, μου είπαν πως είχε πεθάνει μετά από δυο μέρες αδιαθεσίας. Τον είχε βρει στην παραλία μια παρέα από παιδιά, εντελώς ακίνητο. Τον κακομοίρη.... Πρέπει να ήταν γνωστός γιατί έγραψαν γι' αυτόν οι εφημερίδες!
...
Πώς πάει το ταξί εκείνης τής απόδρασης; Να με περιμένεις το καλοκαίρι, πιθανόν να έρθω για λίγες μέρες.
Ο φίλος σου Αντριάνο
ΥΓ.
Αν δεν αλλάξεις δουλειά τουλάχιστον πρόσεχε, να μην σε παίρνει ο ύπνος μέσα στο αυτοκίνητο. Κυκλοφορούν τρελοί!"
3 σχόλια:
Ωραίο! Για να δούμε και τη συνέχεια
Meis/Mahler
Γειά σου Ανώνυμος
Η ορθογραφία σου επρόδωκέ σε.
Στην ουσία το ποστ είναι ένας ασήμαντος φόρος τιμής σε δυο ήρωες (Γκ.Αχενμπαχ, Μ. Πασκάλ), σε δυο συγγραφείς (Μανν, Πιραντέλλο) αγαπημένων έργων.
Έγινε όμως νύχτα και κατανόηση ζητάει.
Ανώνυμος :)
Δημοσίευση σχολίου