22 Ιουλίου, 2014

Οι "ήρωες"




Εσύ που προς Κύριον άνοιξες τα φτερά σου
εσύ που με έκανες να γελάσω
βλέποντας σαν αδελφό μου τον Εζέλ
όμοια με γλάρο να βουτάει ο γόης
και μπουκωμένος ψάρια τού αφρού να αναδύεται
- Αφροδίτη, το νησί σου, πού κείτεται;
Έπλεξα στίχον αιχμηρόν
σαν κοφτερό μαχαίρι ποτισμένο στο κατρουλιό
και το έστριψα κάτω απ' την καρδιά μου
βόγγηξα για να ακουστώ
να φανώ κι εγώ θύμα τής βίας
Ποιάς βίας;
Γενικώς,
"απ' όπου κι αν προέρχεται"
όπως λένε οι υποκριτές
παρόλο που όλοι δέχονται
ότι έχει σκούρο χρώμα η βία
Κι αν δεν είναι βόας δεν είναι κροταλίας
πάντως φίδι είναι και γεννά αυγά
Βαθέως κόκκινα -σαν τού Πάσχα- πιτσιλωτά

16 Ιουλίου, 2014

Οι μικροί ...Δ.Ε.Η.


















Προχτές βράδυ, τί ρημάδα διάθεση ιπποτισμού με έπιασε κι ενώ ήμουν έτοιμος να μπω μέσα στο ασανσέρ, στο δεύτερο να ανέβω, πηγαίνω προς την έξοδο να ανοίξω την εξώπορτα σε τρεις μανάδες, που η κάθε μια τους κράταγε στην αγκαλιά από δυο μωρά γαϊδάρους.

-Ευχαριστώ, ευχαριστώ,
-Μα τι λέτε...μόνο να ανέβουμε ανά δυό, δεν κρατάει ο ανελκυστήρας!
-Τι λε' μωρέ κύριος, όλοι μαζί χωράμε!
-Μη...Αφήστε μένα τουλάχιστο να βγω και σείς πρώτες ανεβείτε. Μαζί και τα κωλόπαιδά σας πάρτε, μα εγώ...αφήστε εγώ να βγω.
-Μα τι λε ρε κύριος, δεν είναι σωστό εσύ να περιμένεις...
-Ουφφφ!

Πανικός το κάθε εκατοστό που ανεβαίνει τ' ασανσέρ. Πανικός, δύσπνοια, τηλεκίνηση, διαλογισμός...Πανικός...Πανικός...Ώσπου άραξε το πλοίο.

Αυτά σκέφτομαι και θυμάμαι σήμερα, περιμένοντας να πάρω το ασανσέρ στο δεύτερο να ανέβω. Και να σου πάλι στη τζαμόπορτα οι τρεις μανάδες και τα έξι παιδιά.

-Κύριος, κύριος!
-Φύγετε πρώτα εσείς, θα πάρω εγώ τις σκάλες ή τον πούλον (το καλύτερον)
-Έλα, μωρέ κύριος, πάρε μαζί σου τουλάχιστον μια μάνα...
-Καλώς...τι να πώ;!
- Πάρτε μαζί και τα παιδιά, σαν τα πύπουλα είναι!
-Ουφφφ!

Πανικός το κάθε εκατοστό που ανεβαίνει το ασανσέρ, ώσπου κόβεται το ρεύμα. Κι έγινε μια κατάσταση "Σαν θεατρικό" και "Τής δουλειάς" και σαν "Χμμμ..." ένα πράμα.

  

11 Ιουλίου, 2014

Τόσο..."Τόσο" ήταν! / Modern fears



Τόσο άχρηστος, τόσο προσφερόμενος προς απόσυρση και παροπλισμό ήταν. Τόσο "Τόσο" ήταν, ώστε τον άφησαν όλοι μόνο του, ήσυχο, μέσα σε μια σιωπή χωρίς βαρύτητα. Κανείς δεν τού ζήτησε τίποτε πιά. Ούτε κάτι χρωστούμενα που είχε... Μερικοί τού πρότειναν βιαστικά, ίσως και λίγο ταπεινωτικά, να πάει να παντρευτεί.
Ένιωσε λες και τού έλεγαν ότι "την παίζει" πολύ (όπως σε κάτι ταινίες με το Βέγγο) ή όπως στα παλιά χυδαία αστεία τού λυκείου ("ρε, πότε θα παντρευτείς να γμσμε κι εμείς;"). Έμεινε σαστισμένος, καμπουριασμένος. Κοίταζε γύρω του τα παράθυρα τών δρόμων ολόγυρα. Ήσαν όλα ανοιχτά. Οι Ασιάτες τής γειτονιάς μόλυναν την ατμόσφαιρα με τη μουσική τους - αρουραίοι που ροκανίζουν και ροκανίζουν...