Είδα στο έδαφος μια λαμπερή αρμαθιά κλειδιά κι έσκυψα να την πιάσω. Αυτό συνέβη...σε ένα δρόμο. Πολύ οικείος σε μένα ο δρόμος. Άγνωστο, όμως, το πότε βρέθηκα εκεί. Σηκώνοντας από το έδαφος το βαρύ μεταλλικό συνοθύλευμα, έβλεπα τα κλειδιά, ένα-ένα, να εξαφανίζονται. Ύστερα από λίγο δεν κρατούσα πια τίποτε στα χέρια μου. Ούτε έναν κρίκο ούτε μια αλυσίδα κυκλική.
Δεν υπήρχαν πια τα λεπτά που πέρασαν πριν σκύψω ούτε η πρωινή διαδρομή μου ούτε καν ένα τμήμα τού περιπάτου μου.
Στη μνήμη μου αργότερα δεν μπορούσα να βρω το πρωινό τής δεδομένης ημέρας. Πότε είχα φύγει από το σπίτι άραγε;
Μόνο πόρτες...Πόρτες κι άλλες πόρτες έβλεπα πίσω μου ανοιχτές.
Είδα, για μια στιγμή, την προηγούμενη ζωή μου σαν μια σειρά από πόρτες που βρήκα κλειστές, κατάφερα να τις ανοίξω κι έπειτα τις έκλεισα πάλι με ένα δικό μου τρόπο, σαν να άλλαξα τις κλειδαριές για να είμαι βέβαιος πως κανείς άλλος δεν θα περάσει από εκεί.
Μόνο εγώ.
Ποιός εγώ, όμως; Δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου μέσα σ' αυτόν τον ανθρωπάκο που όλα τα κλειδιά που είχε φυλάξει, χωρίς να το αντιληφθεί τα είχε απωλέσει. Και τυχαία, σε μια πρωινή βόλτα -δίχως να έχει συναισθανθεί την απουσία τους- τα κράτησε στο χέρι του για λίγα δευτερόλεπτα, απορώντας. Ώσπου βρέθηκε πάλι με άδεια χέρια.
Μόνο που είχα ξαναθυμηθεί τις πόρτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου